Όσα δεν λέγονται... αλλά γράφονται!
Όπου να είναι θα αρχίσουν να μας έρχονται τα μαντάτα από εδώ και από εκεί, για το πώς πάνε οι κρατήσεις, πόσο τοις εκατό πάνω ή μάλλον, κάτω είμαστε από πέρσι και θα μπούμε πάλι στο παιχνίδι των αριθμών που, εύχομαι το αντίθετο, όπως φαίνεται θα είναι και πάλι μια δύσκολη χρονιά. Θα μπούμε πάλι στην γκρίνια και τη μιζέρια (καθόλου άδικα φοβάμαι αυτή τη φορά) και θα αφοσιωθούμε στο μάζεμα διανυκτερεύσεων για να κλείσουμε όπως - όπως τη σαιζόν. Θα κάνουμε υποδείξεις για τις παραλείψεις και για το πόσο καλύτερα τα κάνουνε οι Τούρκοι, οι Αιγύπτιοι, ακόμα και οι Κροάτες.
Όμως για άλλη μια φορά αυτή η πίεση και ανασφάλεια θα μας στερήσει το κέφι και τη ευφορία που παροδικά είχαμε όλοι εισπράξει από κανά δύο γόνιμες χρονιές μετά την Ολυμπιάδα. Όμως, τι θα γίνει με αυτή την πολυσυζητημένη ποιοτική αναβάθμιση, την επαναστόχευση του στρατηγικού μας σχεδιασμού, με βάση τουλάχιστον την πενταετία; ή για να το δούμε και πιο μακριά τη βιωσιμότητα ή άλλως πως την αειφορία του ελληνικού τουρισμού;
Γιατί παράλληλα με όλα αυτά τα "πρέπει", για να σώσουμε τον ελληνικό τουρισμό από την κρίση, πρέπει να φροντίσουμε και για το καλύτερο "αύριό του'. Τώρα λοιπόν έστω και αν μπορεί να θεωρηθεί άκαιρο, πρέπει να αναδειχθούν, να συζητηθούν, και να επιλυθούν επειγόντως όλα αυτά τα εκκρεμή θέματα και οι αγκυλώσεις που δυσχεραίνουν τον προσδιορισμό του ελληνικού τουρισμού με βάση την ποιότητα και τη αειφορία, γιατί μόνο με έναν βιώσιμο και στιβαρό τουρισμό μπορούμε να αντιπαρερχόμαστε παρόμοιες κρίσεις. Με έναν τουρισμό απαλλαγμένο από μικρές αλλά πολύ σημαντικές ʽτρικλοποδιέςʼ της καθημερινότητας.
Πως όμως θα μπορούσαμε να μιλάμε για ποιότητα και για βιωσιμότητα, όταν οι πύλες εισόδου, π.χ. τα αεροδρόμια και τα κεντρικά λιμάνια στερούνται ακόμα των βασικών υποδομών ασφάλειας και εξυπηρέτησης των αφικνούμενων και αναχωρούντων; Το λιμάνι της Ρόδου μόλις τώρα απέκτησε την δυνατότητα εφαρμογής του συστήματος ISP, ενώ σε άλλα μεγάλα και διεθνή λιμάνια της χώρας μας, αγνοούν ακόμα και τι σημαίνει αυτό. Για να μην αναφερθώ και στο αίσχος των μεγάλων διεθνών αεροδρομίων όπως του Ηρακλείου και της Θεσσαλονίκης και άλλων πολλών, που το καλοκαίρι οι «φανατισμένοι» τουρίστες - πελάτες μας, υπομένουν να αναχωρήσουν, με την τελευταία τους εντύπωση τον καυτό ήλιο να τους κεραυνοβολεί πάνω από το κεφάλι τους και μετά να νομίζουν πως ο πονοκέφαλος είναι από την πολύ μπύρα της τελευταίας βραδιάς κι όχι από την ηλίαση;
Πως θα κάνουμε τουρισμό ποιότητας όταν μέχρι τις 30 Ιουνίου οι αρχαιολογικοί χώροι και τα μουσεία λειτουργούν με χειμερινό ωράριο, όπου κατά την άποψη του Διευθυντή του ΤΑΠΑ «…μα τώρα θα το τακτοποιήσουμε, άλλωστε τώρα έρχονται οι πολλοί τουρίστες, τον Ιούλιο και τον Αύγουστο...», γιατί αγνοεί ο άσχετος, ότι, ο περιηγητικός τουρισμός διαπρέπει την άνοιξη και τον φθινόπωρο.
Μα πώς να μιλήσουμε για βιωσιμότητα του ελληνικού τουρισμού, όταν το πιο ραγδαία αναπτυσσόμενο προϊόν στην Ευρώπη και ιδιαίτερα τη Μεσόγειο, η κρουαζιέρα, αντιμετωπίζεται ακόμα στην Ελλάδα με σωβινισμό και τη δήθεν προστασία της ελληνικής ναυτιλίας; Επιμένουμε βλέπεις ακόμα, στο απαράδεκτο και παράνομο cabotage των ευρωπαϊκών ή μη σημαιών των κρουαζιερόπλοιων, φροντίζοντας όμως “έτσι από συνήθεια” να εξαιρέσουμε κάποιους προνομιακούς.
Πως θα μιλάμε για ποιότητα, όταν ακόμα δεν τολμήσαμε να δώσουμε τη δυνατότητα στις εταιρίες ενοικιάσεως αυτοκινήτων, να διαθέτουν τα αυτοκίνητα τους με οδηγό και τα τουριστικά γραφεία να μεταφέρουν τους λίγους, αλλά εκλεκτούς πελάτες τους, με μικρά πολυτελή πουλμανάκια.
Πως μπορούμε να μιλάμε για βιωσιμότητα, όταν οι ταμπέλες σήμανσης στους επαρχιακούς αλλά και στους διεθνείς δρόμους, σε μπερδεύουν και καταλήγεις σε ένα αγρόκτημα με αγελάδες να σε ειρωνεύονται για την βλακεία σου να εμπιστευτείς την εθνική σήμανση;
Πως θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για βιωσιμότητα του ελληνικού τουρισμού όταν στους επιβιβαζόμενους επιβάτες ενός μικρού κρουαζιερόπλοιου στην Σαντορίνη, οι οποίοι καταλήγουν μετά από 7 μέρες στον Πειραιά, τους απαγορεύει ο λιμενάρχης την επιβίβαση, επειδή θεωρεί ότι το μικρό κρουαζιερόπλοιο κάνει ακτοπλοΐα, εφαρμόζοντας ο τυπολάτρης με απόλυτη συνέπεια την ελληνική νομοθεσία;
Πώς να μιλάμε για ποιότητα όταν στην Λατινική Αμερική, η οποία μας δίνει λίγους αλλά εκλεκτούς πελάτες, για να πάρεις βίζα Σένγκεν χρειάζεσαι ένα μήνα και συνήθως να ταξιδέψεις από τη μία χώρα στην άλλη, για να σε εγκρίνει ή όχι, ο εκεί Έλληνας πρόξενος.
Πως μπορούμε να μιλάμε για αειφορία του τουρισμού όταν τα δρομολόγια της ακτοπλοΐας είτε γίνονται γνωστά την 31η Μαρτίου ή κι αν είναι γνωστά, αλλάζουν ή και ακυρώνονται ακόμα μία μέρα πριν ξεκινήσουν.
Πως θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για βιωσιμότητα του ελληνικού τουρισμού, όταν ο χωροταξικός σχεδιασμός έχει γίνει το μήλο της Έριδος και των συμφερόντων των κατεχόντων και αυτών που ορέγονται να κατέχουν.
Σίγουρα όμως είναι αειφόρος η εκκρεμότητα των κάποιων χιλιάδων ξενοδοχείων που λειτουργούν ακόμα χωρίς άδεια. Με ότι από αυτό συνεπάγεται -ή Θεός φυλάξει- κάτι κακό συμβεί.
Όλα αυτά θα πρέπει κάποτε να τα δρομολογήσουμε με συνέπεια και συνέχεια, αν έχουμε αποφασίσει να απαλλαγούμε από την ετικέτα που κολλήσαμε πάλι στο πακέτο μας, με την ένδειξη “special offer”.
Όλα αυτά τα μικρά, αλλά πολύ σημαντικά, εύχομαι να απασχολήσουν εξίσου μαζί με τα μεγάλα και επείγοντα τον νέο και κεφάτο υπουργό τουρισμού.
Όμως για άλλη μια φορά αυτή η πίεση και ανασφάλεια θα μας στερήσει το κέφι και τη ευφορία που παροδικά είχαμε όλοι εισπράξει από κανά δύο γόνιμες χρονιές μετά την Ολυμπιάδα. Όμως, τι θα γίνει με αυτή την πολυσυζητημένη ποιοτική αναβάθμιση, την επαναστόχευση του στρατηγικού μας σχεδιασμού, με βάση τουλάχιστον την πενταετία; ή για να το δούμε και πιο μακριά τη βιωσιμότητα ή άλλως πως την αειφορία του ελληνικού τουρισμού;
Γιατί παράλληλα με όλα αυτά τα "πρέπει", για να σώσουμε τον ελληνικό τουρισμό από την κρίση, πρέπει να φροντίσουμε και για το καλύτερο "αύριό του'. Τώρα λοιπόν έστω και αν μπορεί να θεωρηθεί άκαιρο, πρέπει να αναδειχθούν, να συζητηθούν, και να επιλυθούν επειγόντως όλα αυτά τα εκκρεμή θέματα και οι αγκυλώσεις που δυσχεραίνουν τον προσδιορισμό του ελληνικού τουρισμού με βάση την ποιότητα και τη αειφορία, γιατί μόνο με έναν βιώσιμο και στιβαρό τουρισμό μπορούμε να αντιπαρερχόμαστε παρόμοιες κρίσεις. Με έναν τουρισμό απαλλαγμένο από μικρές αλλά πολύ σημαντικές ʽτρικλοποδιέςʼ της καθημερινότητας.
Πως όμως θα μπορούσαμε να μιλάμε για ποιότητα και για βιωσιμότητα, όταν οι πύλες εισόδου, π.χ. τα αεροδρόμια και τα κεντρικά λιμάνια στερούνται ακόμα των βασικών υποδομών ασφάλειας και εξυπηρέτησης των αφικνούμενων και αναχωρούντων; Το λιμάνι της Ρόδου μόλις τώρα απέκτησε την δυνατότητα εφαρμογής του συστήματος ISP, ενώ σε άλλα μεγάλα και διεθνή λιμάνια της χώρας μας, αγνοούν ακόμα και τι σημαίνει αυτό. Για να μην αναφερθώ και στο αίσχος των μεγάλων διεθνών αεροδρομίων όπως του Ηρακλείου και της Θεσσαλονίκης και άλλων πολλών, που το καλοκαίρι οι «φανατισμένοι» τουρίστες - πελάτες μας, υπομένουν να αναχωρήσουν, με την τελευταία τους εντύπωση τον καυτό ήλιο να τους κεραυνοβολεί πάνω από το κεφάλι τους και μετά να νομίζουν πως ο πονοκέφαλος είναι από την πολύ μπύρα της τελευταίας βραδιάς κι όχι από την ηλίαση;
Πως θα κάνουμε τουρισμό ποιότητας όταν μέχρι τις 30 Ιουνίου οι αρχαιολογικοί χώροι και τα μουσεία λειτουργούν με χειμερινό ωράριο, όπου κατά την άποψη του Διευθυντή του ΤΑΠΑ «…μα τώρα θα το τακτοποιήσουμε, άλλωστε τώρα έρχονται οι πολλοί τουρίστες, τον Ιούλιο και τον Αύγουστο...», γιατί αγνοεί ο άσχετος, ότι, ο περιηγητικός τουρισμός διαπρέπει την άνοιξη και τον φθινόπωρο.
Μα πώς να μιλήσουμε για βιωσιμότητα του ελληνικού τουρισμού, όταν το πιο ραγδαία αναπτυσσόμενο προϊόν στην Ευρώπη και ιδιαίτερα τη Μεσόγειο, η κρουαζιέρα, αντιμετωπίζεται ακόμα στην Ελλάδα με σωβινισμό και τη δήθεν προστασία της ελληνικής ναυτιλίας; Επιμένουμε βλέπεις ακόμα, στο απαράδεκτο και παράνομο cabotage των ευρωπαϊκών ή μη σημαιών των κρουαζιερόπλοιων, φροντίζοντας όμως “έτσι από συνήθεια” να εξαιρέσουμε κάποιους προνομιακούς.
Πως θα μιλάμε για ποιότητα, όταν ακόμα δεν τολμήσαμε να δώσουμε τη δυνατότητα στις εταιρίες ενοικιάσεως αυτοκινήτων, να διαθέτουν τα αυτοκίνητα τους με οδηγό και τα τουριστικά γραφεία να μεταφέρουν τους λίγους, αλλά εκλεκτούς πελάτες τους, με μικρά πολυτελή πουλμανάκια.
Πως μπορούμε να μιλάμε για βιωσιμότητα, όταν οι ταμπέλες σήμανσης στους επαρχιακούς αλλά και στους διεθνείς δρόμους, σε μπερδεύουν και καταλήγεις σε ένα αγρόκτημα με αγελάδες να σε ειρωνεύονται για την βλακεία σου να εμπιστευτείς την εθνική σήμανση;
Πως θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για βιωσιμότητα του ελληνικού τουρισμού όταν στους επιβιβαζόμενους επιβάτες ενός μικρού κρουαζιερόπλοιου στην Σαντορίνη, οι οποίοι καταλήγουν μετά από 7 μέρες στον Πειραιά, τους απαγορεύει ο λιμενάρχης την επιβίβαση, επειδή θεωρεί ότι το μικρό κρουαζιερόπλοιο κάνει ακτοπλοΐα, εφαρμόζοντας ο τυπολάτρης με απόλυτη συνέπεια την ελληνική νομοθεσία;
Πώς να μιλάμε για ποιότητα όταν στην Λατινική Αμερική, η οποία μας δίνει λίγους αλλά εκλεκτούς πελάτες, για να πάρεις βίζα Σένγκεν χρειάζεσαι ένα μήνα και συνήθως να ταξιδέψεις από τη μία χώρα στην άλλη, για να σε εγκρίνει ή όχι, ο εκεί Έλληνας πρόξενος.
Πως μπορούμε να μιλάμε για αειφορία του τουρισμού όταν τα δρομολόγια της ακτοπλοΐας είτε γίνονται γνωστά την 31η Μαρτίου ή κι αν είναι γνωστά, αλλάζουν ή και ακυρώνονται ακόμα μία μέρα πριν ξεκινήσουν.
Πως θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για βιωσιμότητα του ελληνικού τουρισμού, όταν ο χωροταξικός σχεδιασμός έχει γίνει το μήλο της Έριδος και των συμφερόντων των κατεχόντων και αυτών που ορέγονται να κατέχουν.
Σίγουρα όμως είναι αειφόρος η εκκρεμότητα των κάποιων χιλιάδων ξενοδοχείων που λειτουργούν ακόμα χωρίς άδεια. Με ότι από αυτό συνεπάγεται -ή Θεός φυλάξει- κάτι κακό συμβεί.
Όλα αυτά θα πρέπει κάποτε να τα δρομολογήσουμε με συνέπεια και συνέχεια, αν έχουμε αποφασίσει να απαλλαγούμε από την ετικέτα που κολλήσαμε πάλι στο πακέτο μας, με την ένδειξη “special offer”.