Παρασκευή 22 Μαΐου 2009

Στρες
και θυρεοειδοπάθειες

To στρες ενοχοποιείται για την εμφάνιση των αυτοάνοσων θυρεοειδοπαθειών, οι οποίες τα τελευταία χρόνια φαίνεται να αποτελούν την συντριπτική πλειονότητα των παθήσεων του θυρεοειδούς.
Ενώ η ιωδιοπενία αποτελούσε τον κύριο παράγοντα μορφολογικών και λειτουργικών διαταραχών του θυρεοειδή, φαίνεται πως τα πράγματα άλλαξαν ριζικά. Οι αυτοάνοσες θυρεοειδοπάθειες, όπως η χρόνια θυρεοειδίτιδα Hashimoto, ο υπερθυρεοειδισμός Graves και η θυρεοειδίτιδα της λοχείας, είναι πλέον οι πιο συχνές αυτοάνοσες διαταραχές και προσβάλλουν σχεδόν το 5% του συνολικού πληθυσμού.
«Πολλοί αιτιολογικοί παράγοντες, εξωγενείς και ενδογενείς, έχουν ενοχοποιηθεί για την καταιγίδα της εμφάνισης θυρεοειδικής αυτοανοσίας, όπως το ίδιο το ιώδιο σε μεγάλες δόσεις, διάφοροι περιβαλλοντικοί παράγοντες, φάρμακα, η κληρονομική προδιάθεση κ.α. Ωστόσο, κεντρικό ρόλο στην εμφάνιση αυτών των νοσημάτων σε κληρονομικά προδιατεθειμένα, και μη, άτομα, κατέχει το επίμονο στρες, αυτό δηλαδή το οποίο δεν μπορεί να το διαχειρισθεί ή να το εκλογικεύσει το άτομο και κυρίως το λεγόμενο ψυχοκοινωνικό στρες», επισήμανε ο ενδοκρινολόγος-επιμελητής ενδοκρινολογικής κλινικής του Νοσοκομείου «Παναγία», Νικόλαος Ποντικίδης, κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου με αφορμή την 25 Μαϊου, Πανευρωπαϊκή Ημέρα Θυρεοειδούς.
Όπως έχουν καταδείξει πολλές έρευνες, όπως αυτή της επιστημονικής ομάδας του Έλληνα καθηγητή Χρούσου, στο Εθνικό Ινστιτούτο Υγείας των ΗΠΑ, στη διάρκεια του στρες και στην προσπάθεια, που καταβάλλει ο οργανισμός για να αντιμετωπίσει τον επερχόμενο κίνδυνο, αυξάνονται δύο σημαντικές ορμόνες των επινεφριδίων, η κορτιζόλη και οι κατεχολαμίνες (αδρεναλίνη, νοραδρεναλίνη).
Οι ορμόνες αυτές έχουν ως αποτέλεσμα να διαταράσσεται η κυτταρική και χυμική ανοσία, μέσω ενός πολύπλοκου καταρράκτη αντιδράσεων. Ανάλογα με τις περιστάσεις, είτε υπερτερεί η πρώτη και καταστρέφονται κύτταρα, είτε υπερτερεί η χυμική ανοσία και διεγείρονται τα κύτταρα, όπως στην περίπτωση π.χ. του υπερθυρεοειδισμού.
«Έτσι εξηγείται το γεγονός ότι πολλοί άνθρωποι βιώνουν αιφνίδια εμφάνιση υπερθυρεοειδισμού και υποθυρεοειδισμού ή και άλλων νοσημάτων, έπειτα από έντονα στρεσογόνα γεγονότα της ζωής τους όπως χωρισμός, θάνατος, οικονομική στενότητα κ.λπ. Μάλιστα, υπάρχουν δημοσιεύσεις αύξησης των ποσοστών του υπερθυρεοειδισμού και σε περιόδους πολέμου, όπως π.χ. στη Σερβία μεταξύ 1992-1995, όπου διαπιστώθηκε μεγάλη και απότομη αύξηση νέων επεισοδίων», πρόσθεσε ο κ. Ποντικίδης.
Η θυρεοειδική οφθαλμοπάθεια
Η θυρεοειδική οφθαλμοπάθεια, μια αυτοάνοση διαταραχή της οποίας ο ακριβής παθογενετικός μηχανισμός δεν έχει πλήρως διευκρινισθεί, αποτελεί τη συχνότερη εξωθυρεοειδική εκδήλωση της νόσου του Graves, που, στη σοβαρότερη μορφή της, επιδεινώνει την ποιότητα ζωής των ασθενών. Χαρακτηρίζεται από αύξηση του όγκου των εξοφθάλμιων μυών, καθώς και του οπισθοβολβικού λιπώδους και συνδετικού ιστού.
Ποσοστό περίπου 5% από τους ασθενείς με νόσο του Graves πάσχουν από πολύ σοβαρή θυρεοειδική οφθαλμοπάθεια. Οι άνδρες φαίνεται ότι εμφανίζουν σοβαρότερα προβλήματα σε σχέση με τις γυναίκες. Ενδιαφέρον έχει ότι η θυρεοειδική οφθαλμοπάθεια μπορεί να εμφανίζεται πριν, ταυτόχρονα, ή μετά, από την εμφάνιση της κυρίας νόσου (νόσος του Graves). Στις ήπιες μορφές, αφού κάνει τον κύκλο της, σε ένα μεγάλο ποσοστό βελτιώνεται αυτόματα, ενώ ποσοστό περίπου 5% με σοβαρή νόσο χρειάζεται θεραπευτική αντιμετώπιση για να αποφευχθούν η οπτική νευρίτιδα και η τύφλωση», επισήμανε ο διευθυντής ενδοκρινολογικής κλινικής του Νοσοκομείου «Παναγία», Γεράσιμος Κρασσάς.
Υπάρχουν τρεις βασικοί τρόποι αντιμετώπισης της νόσου. Φαρμακευτική, ακτινοβόληση των κόγχων και χειρουργική. Το βασικό φάρμακο για την αντιμετώπιση της σοβαρής οφθαλμοπάθειας είναι η κορτιζόνη, η οποία σήμερα χορηγείται ενδοφλεβίως. Η φαρμακευτική θεραπεία έχει ευνοϊκά αποτελέσματα σε ποσοστό 60-65% των αρρώστων. Τελευταία, δοκιμάζονται νέα φάρμακα, όπως η ριτουξιμπάμη και πεντοξυφιλίνη. Η πεντοξυφιλίνη δοκιμάσθηκε σε μία μεγάλη πανευρωπαϊκή πολυκεντρική μελέτη, τα αποτελέσματα της οποίας θα δημοσιευθούν πολύ σύντομα. Ο καρκίνος του θυρεοειδούς
Ο καρκίνος του θυρεοειδούς είναι ο πιο συχνός καρκίνος των ενδοκρινών αδένων, προσβάλλει όλες τις ηλικίες και κυρίως τις γυναίκες. Συνήθως αναπτύσσεται σε προϋπάρχοντες όζους του θυρεοειδή, που είναι συχνοί στον υγιή πληθυσμό, είναι κατά κανόνα ασυμπτωματικός και έχει καλή πρόγνωση.
Τα μικροκαρκινώματα και διαμέτρου μικρότερης του ενός εκατοστού και τα περισσότερα, δεν εξελίσσονται σε κλινικό καρκίνο. Περιβαντολογικοί και γενετικοί παράγοντες πιστεύεται ότι συμμετέχουν στον κίνδυνο για εμφάνιση καρκίνου του θυρεοειδή.
«Η μόνη σαφής αιτιολογία φαίνεται ότι είναι η έκθεση σε εξωτερική ακτινοβολία, κατά τη διάρκεια της παιδικής και εφηβικής ηλικίας. Η επίδραση και άλλων παραγόντων, εκτός της ακτινοβολίας, είναι πιθανά απαραίτητη για να γίνει ο καρκίνος κλινικά εμφανής. Με δεδομένη την 3πλάσια επίπτωση του καρκίνου στις γυναίκες, διάφορες επιδημιολογικές μελέτες έχουν ελέγξει την πιθανή συσχέτισή του με παράγοντες αναπαραγωγής και ορμόνες. Αυξημένος δείκτης μάζας σώματος στις γυναίκες συνδέεται άμεσα με εμφάνιση καρκίνου του θυρεοειδή», ανέφερε η ενδοκρινολόγος, διευθύντρια ενδοκρινολογικής κλινικής του Θεαγενείου Νοσοκομείου, Καλλιόπη Παζαϊτου.
Τις τελευταίες δεκαετίες η συχνότητά του αυξήθηκε στις βιομηχανοποιημένες χώρες. Στις περισσότερες περιπτώσεις, η αύξηση αφορά το θηλώδες καρκίνωμα και κυρίως όγκους μικρότερους από ένα εκατοστό, ενώ οι υπόλοιποι ιστολογικοί τύποι δεν εμφάνισαν σημαντική αύξηση. Η αύξηση δεν συνοδεύεται και από αύξηση των θανάτων.
«Τα τελευταία δύο χρόνια ξεκινήσαμε μια φιλόδοξη προσπάθεια καταγραφής του εν λόγω καρκίνου στην ενδοκρινολογική κλινική του Θεαγενείου Νοσοκομείου Θεσσαλονίκης, που αποτελεί κέντρο αναφοράς της νόσου για τη Βόρειο Ελλάδα. Από μια πρώτη εκτίμηση των αποτελεσμάτων φαίνεται ότι ο καρκίνος του θυρεοειδή έχει υπερδιπλασιασθεί την τελευταία δεκαετία. Είναι πολύ πιθανό η αύξηση αυτή να διαπιστώνεται, επειδή υπάρχουν ακριβέστερες μεθόδοι διάγνωσης, όπως το υπερηχογράφημα και η βιοψία με λεπτή βελόνη», εξήγησε η κ. Παζαϊτου.
Να σημειωθεί ότι το υπερηχογράφημα εντοπίζει όζους μικρούς, ως 2 mm, δεν είναι όμως σε θέση να εντοπίσει με ακρίβεια τους όζους με καρκίνο. Έτσι, είναι πολύ πιο ευαίσθητο από τα δάκτυλα του εξεταστή, που ψηλαφούν όζους διαμέτρου μεγαλύτερης του ενός εκατοστού. Υπολογίζεται ότι 20% των ενηλίκων έχουν ψηλαφητό όζο και 67% όζο εμφανή στο υπερηχογράφημα.
Ασθενείς στους οποίους διαγιγνώσκεται καρκίνος του θυρεοειδή με λεπτή βελόνη, όσο μικρός και αν είναι, οδηγούνται σε θυρεοειδεκτομή, προκειμένου να μην υπάρξουν επιπλοκές, όπως υποθυρεοειδισμός και εξάρτηση από τη θυροξίνη εφ΄όρου ζωής, υποπαραθυρεοειδισμός με εξάρτηση από ασβέστιο και βιταμίνη D, βλάβη στο λαρυγγικό νεύρο και δυσκολίες στη φώνηση.
Η θεραπεία του διαφοροποιημένου καρκίνου του θυρεοειδή είναι χειρουργική και σκοπός είναι να αφαιρεθεί κάθε καρκινική εστία. Μετεγχειρητικά, ένα μεγάλο μέρος ασθενών, που βρίσκονται σε κίνδυνο για υποτροπές ή μεταστάσεις, υποβάλλεται σε καταστροφή του θυρεοειδικού υπολείμματος με τη χορήγηση ραδιενεργού ιωδίου, ενώ όλοι υπόκεινται σε θεραπεία με θυροξίνη εφ΄ όρου ζωής.