Για το θεσμό της ενοικίασης εργαζομένων
Προς τα ΔΣ των Εργατικών Κέντρων, Ομοσπονδιών, Συνδικάτων Προς όλους τους εργαζόμενους
Αγαπητοί Συνάδελφοι, σες
Το καθεστώς ενοικίασης εργαζομένων ή «προσωρινή απασχόληση», όπως εσχάτως αποκαλείται από το μεγάλο κεφάλαιο και τα κόμματα της πλουτοκρατίας είναι μια άθλια και εξευτελιστική εργασιακή σχέση.
Δυο λόγια για το ιστορικό: το καθεστώς ενοικίασης εργαζομένων λειτουργεί άτυπα σε πολλές χώρες τις Ευρωπαϊκής Ένωσης από τη δεκαετία του 1980. Στην Ελλάδα οι πρώτες εταιρίες άνοιξαν το 1997, έπειτα ξεπήδησαν σα μανιτάρια χιλιάδες σε πολλές πόλεις. Η λειτουργία τους βασίζεται σε κοινοτικές οδηγίες και συνθήκες που την κατοχυρώνουν: Συνθήκη του Μάαστριχτ, Λευκή Βίβλος, Συνθήκη της Λισσαβόνας, Οδηγία 91/383/ΕΟΚ, Οδηγία 1999/70/ΕΚ κ.ά. Στη χώρα μας ενσωματώθηκε και τυπικά στην εθνική νομοθεσία με το νόμο 2659/2001 επί υπουργίας Μιλτιάδη Παπαϊωάννου. Ωστόσο και προηγούμενα με το νόμο 2639/98 για τη μερική απασχόληση το άρθρο 5 άνοιγε το δρόμο για την τυπική νομιμοποίησή τους.
Ποιο εξυπηρετούνται: Αδιαμφισβήτητα αποτελεί μια επιλογή της πλουτοκρατίας, η οποία εμπορεύεται με τον πιο χυδαίο τρόπο την ανάγκη εκατομμυρίων εργαζομένων για μια θέση εργασίας. Πρόκειται για σύγχρονο δουλεμπόριο. Η διαδικασία είναι η εξής: Κάποιος εργαζόμενους κάτω από την πίεση της ανεργίας απευθύνεται σε ένα «δουλεμπορικό γραφείο» για δουλειά. Τυπικά η εταιρία είναι ο εργοδότης που τον προσλαμβάνει, η εταιρία με τη σειρά της κλείνει συμφωνία με μια επιχείρηση και «δανείζει» τον εργαζόμενο με όρους που έχει συμφωνήσει και για ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα κρατώντας για λογαριασμό της ένα χρηματικό ποσό από την αμοιβή του «δανειζόμενου».
Είναι σαφές, ότι τα εν λόγω γραφεία ενοικίασης για να προσελκύουν πελάτες παραδίδουν εργαζόμενους στις επιχειρήσεις με εξευτελιστικές αμοιβές, ανασφάλιστους, χωρίς ωράρια, τοποθετούνταν σε θέσεις γαλουχωσών γυναικών, οι οποίες στη συνέχεια απολύονταν κλπ.
Η συγκεκριμένη ελαστική μορφή εργασίας καθιστά τη συνδικαλιστική δράση εξαιρετικά δύσκολη, λόγω της μετακίνησης των εργαζομένων από επιχείρηση σε επιχείρηση και λόγω της επί της ουσίας εξαίρεσης από κλαδικές ΣΣΕ. Σε αυτό έρχεται να προστεθεί και η εργοδοτική τρομοκρατία που βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στη δυνατότητα του εργοδότη να μη ανανεώνει τη σύμβαση. Στη χώρας μας δεκάδες χιλιάδες εργαζόμενοι σε πολλούς κλάδους εργάζονται με αυτό το καθεστώς. Μεγάλος είναι επίσης ο αριθμός των εργαζομένων αυτών στις πρώην ΔΕΚΟ.
Η κατάσταση που έχει διαμορφωθεί είναι εκρηκτικά επώδυνη, όχι μόνο για τους εργαζόμενους που είναι ενταγμένοι σε αυτό το καθεστώς, αλλά και για τους υπόλοιπους, αφού συχνά-πυκνά χρησιμοποιούν τους πρώτους σαν μοχλό πίεσης για να ελαττωθεί ο πήχης των απαιτήσεων όσων έχουν πλήρη μισθολογικά και ασφαλιστικά δικαιώματα. Η ζοφερή αυτή κατάσταση δε χωρά καμία αναμονή, κανέναν εφησυχασμό.
Τι καινούριο έχουμε: Μέχρι τώρα υπήρχαν κάποιοι τοπικοί περιορισμοί για την εφαρμογή αυτού του καθεστώτος εργασίας, π.χ. οι ΣΣΕ είχαν τη δυνατότητα να διεκδικήσουν την απαγόρευση της «προσωρινής απασχόλησης», δεν επιτρεπόταν η πρόσληψη «ενοικιαζόμενων» εργαζομένων στη Δημόσια Διοίκηση, κλπ. Η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ συνεχίζοντας την αντεργατική πολιτική της ΝΔ, δια στόματος του Α. Λοβέρδου δήλωσε, ότι θα προσαρμόσει το υφιστάμενο καθεστώς «προσωρινής απασχόλησης» στην κοινοτική οδηγία 2008/104/ΕΚ.
Ο λόγος φυσικά που ψευδώς προβάλλεται για την εφαρμογή της συγκεκριμένης Οδηγίας είναι η προστασία των εργαζομένων από αυθαιρεσίες των εργοδοτών. Το πέπλο αυτής της επιχειρούμενης εξαπάτησης στηρίζεται σε ορισμένες διατάξεις και άρθρα της κοινοτικής αυτής Οδηγίας.
Πιο συγκεκριμένα στο Άρθρο 1 αναφέρεται: «Η παρούσα οδηγία σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα […] αποβλέπει στο να εξασφαλίσει την πλήρη συμμόρφωση με το Άρθρο 31 το οποίο προβλέπει […] συνθήκες εργασίας, οι οποίες σέβονται την υγεία, την ασφάλεια […] ένα όριο μέγιστης διάρκειας εργασίας σε ημερήσιες, και εβδομαδιαίες περιόδους ανάπαυσης, καθώς και σε ετήσια περίοδο αμειβομένων διακοπών».
Στο Άρθρο 4 παρ. 1 αναφέρεται: «Απαγορεύσεις ή περιορισμοί, όσον αφορά την προσωρινή απασχόληση δικαιολογούνται μόνο από λόγους γενικού συμφέροντος».
Παρακάτω στο Άρθρο 4 παρ. 2 το Άρθρο 1 αναιρείται, αφού προβλέπει τα εξής: «Μέχρι της 5 Δεκεμβρίου 2011 τα κράτη μέλη […] επανεξετάζουν τους περιορισμούς ή απαγορεύσεις σχετικά με τη χρήση εργασίας μέσω εταιρίας προσωρινής απασχόληση, προκειμένου να εξακριβώσουν έάν δικαιολογούνται από τους λόγους που σημειώνονται στην παρ. 1».
Στο Άρθρο 5 παρ. 2 αναφέρεται: «Όσον αφορά τις αποδοχές τα κράτη μέλη μπορούν […] να προβλέπουν δυνατότητα εξαίρεσης από την αρχή που ορίζεται στην παρ.
1. Στην περίπτωση που οι προσωρινά απασχολούμενοι, οι οποίοι έχουν συνάψει σύμβαση αορίστου χρόνου με εταιρία προσωρινής απασχόλησης εξακολουθούν να αμείβονται στο διάστημα δυο τοποθετήσεων».
Στην παρ. 3 του Άρθρου 5 επίσης αναιρείται η παρ. 1 του Άρθρου 1, αναφερόμενη στις Συλλογικές Συμβάσεις υπογραμμίζεται: «Παράλληλα όμως θα μπορούν να θεσπίζουν ρυθμίσεις όσον αφορά στους όρους εργασίας και απασχόλησης των προσωρινά απασχολούμενων, οι οποίες ενδέχεται να διαφέρουν από εκείνες της παρ. 1 του Άρθρου 1» (που υποτίθεται, ότι προστατεύει τους εργαζόμενους από την καταστρατήγηση των εργασιακών και ασφαλιστικών τους δικαιωμάτων, κλπ.).
Σε ότι αφορά τον περιορισμό που υπήρχε για τις επιχειρήσεις του Δημοσίου η παρούσα Οδηγία τον αναιρεί. Στο κεφάλαιο 1, παρ. 2 του Άρθρου 1 γράφει: «Η παρούσα Οδηγία εφαρμόζεται στις Δημόσιες και Ιδιωτικές επιχειρήσεις, οι οποίες είναι εταιρίες προσωρινής απασχόλησης ή έμμεσοι εργοδότες και οι οποίες ασκούν οικονομική δραστηριότητα ανεξαρτήτως του αν έχουν κερδοσκοπικό χαρακτήρα».
Με βάση τα παραπάνω δεν χωρά αμφιβολία, ότι επιδιώκουν να επεκτείνουν τον εργασιακό μεσαίωνα. Αξίζει να σημειωθεί ότι τα εν λόγω μέτρα στήριξης του κεφαλαίου υπηρετούν τη θωράκιση της ανταγωνιστικότητας του, πράγμα που επιβάλλει την ανάγκη κινητικότητας των εργαζομένων από κλάδο σε κλάδο. Το επαίσχυντο αυτό καθεστώς εργασίας είναι μέρος ενός αντεργατικού οικοδομήματος.
Υπεύθυνος για αυτή την κατάσταση είναι και οι συμβιβασμένες εργοδοτικές πλειοψηφίες ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ, οι οποίες όχι μόνο έχουν στηρίξει αυτό το απαράδεκτο καθεστώς, αλλά μετέχουν σε όλες τις επιτροπές διαβούλευσης των «κοινωνικών εταίρων» για την εφαρμογή του. Είναι επίσης συνένοχες, γιατί καλλιεργούν την αυταπάτη με κάθε μέσο και επιστημονικοφανή τρόπο, π.χ. ΙΝΕ-ΓΣΕΕ για να πείσουν τους εργαζόμενους, ότι με μια καλύτερη διαχείριση και λελογισμένη εφαρμογή ο εργασιακός μεσαίωνας επιδέχεται βελτίωση. Υπόλογες επίσης και οι πολιτικές δυνάμεις, οι οποίες ψήφισαν με χέρια και με πόδια τις επιλογές της ΕΕ. Επιλογές, από τις οποίες απορρέουν μέτρα και πολιτικές που έχουν συνθλίψει θεμελιώδεις κατακτήσεις της εργατικής τάξεις και άλλων λαϊκών στρωμάτων.
Το δουλεμπορικό αυτό καθεστώς δε χωρά καμία βελτίωση. Οποιαδήποτε υποχώρηση πίσω από αυτή τη γραμμή οδηγεί σε λογικές φτιασιδώματος του συστήματος και συνενοχής.
Η θέση του ΠΑΜΕ είναι η κατάργηση όλων των ελαστικών μορφών εργασίας, των δουλεμπορικών γραφείων και η διεκδίκησης μόνιμης, σταθερής δουλειάς με πλήρη μισθολογικά και ασφαλιστικά δικαιώματα. Η οργάνωση της πάλης με το πλαίσιο διεκδικήσεων του ταξικού συνδικαλιστικού κινήματος
Η ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ