ΤΑ ΠΕΤΡΙΝΑ
ΤΟΞΩΤΑ
ΓΕΦΥΡΙΑ ΤΟΥ ΠΗΛΙΟΥ
Σε 42 ανέρχονται τα πέτρινα τοξωτά
γεφύρια στο Πήλιο,
εκ των οποίων τουλάχιστον 15 έχουν σοβαρά προβλήματα και κινδυνεύουν, άμεσα, με
κατάρρευση, σύμφωνα με στοιχεία που περιλαμβάνονται σε ειδική έκδοση του
Κέντρου Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης Μακρινίτσας.
Κάνοντας μιας συνοπτική αναδρομή στην
παγκόσμια
γεφυροποιία, η έκδοση παρουσιάζει μερικά από τα πιο χαρακτηριστικά πέτρινα
τοξωτά γεφύρια που υπάρχουν ή υπήρχαν σ' ολόκληρη την Ελλάδα, κάνοντας μια
ιδιαίτερη αναφορά σ' αυτά του Πηλίου. Μελετά και............
αναπαριστά τη διαδικασία
κατασκευής τους, συστήνει τους συνήθως ανώνυμους κατασκευαστές τους, τα
εργαλεία και τη συνθηματική γλώσσα τους και στο τέλος παραθέτει αρκετά φύλλα
εργασίας, για μαθητές όλων των βαθμίδων εκπαίδευσης.
Κύριος στόχος της έκδοσης αυτής του
Κέντρου Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης Μακρινίτσας είναι η ευαισθητοποίηση της
μαθητικής κοινότητας, της κοινής γνώμης και των αρμόδιων φορέων, που
σχετίζονται με την προστασία, όχι μόνο του φυσικού αλλά και του δομημένου
περιβάλλοντος.
Φιλοδοξεί να αποτελέσει ένα σημαντικό
εργαλείο στα χέρια
των εκπαιδευτικών εκείνων, που ευαισθητοποιημένοι οι ίδιοι πάνω σε θέματα
περιβάλλοντος, προσπαθούν, μέσα από τη λειτουργία των Περιβαλλοντικών Ομάδων
των σχολείων τους, να μεταλαμπαδεύσουν τις ευαισθησίες και τις ανησυχίες τους
αυτές στους μαθητές τους.
Στη χερσόνησο του Πηλίου, όπως αναφέρει
ο Γιώργος Γκράσσος,
καθηγητής αγγλικών, Μέλος της Παιδαγωγικής Ομάδας του Κ.Π.Ε. Μακρινίτσας, οι
μετακινήσεις ανθρώπων και αγαθών ήταν ιδιαίτερα περιορισμένες μέχρι το τέλος
του 17ου αιώνα, αφενός μεν λόγω της ύπαρξης εκτεταμένων δασών και αδίστακτων ληστών,
αφετέρου δε λόγω της έλλειψης στέρεας γεφύρωσης στους ορμητικούς χείμαρρους.
Με την αυγή του 18ου αιώνα, η
Οθωμανική εξουσία
παραχωρεί ορισμένα προνόμια και περιορίζει την οικονομική αφαίμαξη των κατοίκων
του Πηλίου. Συνεπακόλουθα, αναπτύσσεται το εμπορικό "δαιμόνιο" των
Πηλιορειτών κι αρχίζει μια γενικευμένη εμπορική ανάπτυξη του Πηλίου σε πολλούς
τομείς, που, με τη σειρά τους, προκαλούν οικοδομικό "οργασμό", σε
ιδιωτικό αλλά και σε κοινοτικό επίπεδο.
Ουσιαστικά, από τότε και μέχρι τις
απαρχές του 20ού αιώνα,
διαμορφώνεται η τυπολογία της λαϊκής Πηλιορείτικης αρχιτεκτονικής με τα
ιδιαίτερα χαρακτηριστικά γνωρίσματά της. Σ' αυτήν την περίοδο κατασκευάζονται ή
ανακατασκευάζονται πλήθος μοναστηριών, ναών εντός και εκτός των οικισμών,
κατοικιών, αλλά και πολλά κοινοτικά κτίρια και κτίσματα όπως σχολεία, κρήνες,
πηγάδια, υδραγωγεία, αλώνια και φυσικά πέτρινα τοξωτά γεφύρια.
Ο Νίκος Χαρατσής (1996) κατέγραψε 49
πέτρινα τοξωτά γεφύρια,
εκ των οποίων τρία είναι πέτρινες υδατογέφυρες. Επιπλέον, παραθέτει 7 πεζογέφυρες
και 8 σιδηροδρομικές γέφυρες, που είναι λιθόκτιστες και κατασκευάστηκαν στα
1902-03, για τις ανάγκες της λειτουργίας της σιδηροδρομικής γραμμής του Πηλίου
μεταξύ των Άνω Λεχωνίων και των Μηλεών. Στις τελευταίες 15 έχει γίνει μερική
χρήση τσιμεντοκονιάματος (εισαγωγής, πιθανόν από Ιταλία) κατά την αρχική τους
κατασκευή, αλλά ο τρόπος κατασκευής τους παραμένει παραδοσιακά ο ίδιος. Αυτές
οι γέφυρες έχουν επισκευαστεί μερικώς το 1996, όταν ο θρυλικός
"Μουτζούρης" τέθηκε ξανά σε λειτουργία και δεν αντιμετωπίζουν
πρόβλημα στατικότητας.
Όσον αφορά τα υπόλοιπα 49, ο Χαρατσής αναφέρει τρία γεφύρια (ένα στην Άνω
Κερασιά και δύο στη Μακρινίτσα), που έχουν ήδη γκρεμιστεί πριν από το 1996.
Επιπλέον,
παρουσιάζει τρία γεφύρια, στον Άγιο Γεώργιο, στην περιοχή Φυτόκο και στο Κορώπι
ή Μπούφα, που είναι μισογκρεμισμένα, καθώς και ένα γεφύρι στο Νεοχώρι, που
θα καταβυθιστεί στην τεχνητή λίμνη ενός μικρού αρδευτικού φράγματος, που
κατασκευάστηκε το 2000.
Έτσι,
μπορούμε να υπολογίσουμε με σχετική ακρίβεια ότι στο Πήλιο έχουν απομείνει μόνο
42 πέτρινα τοξωτά γεφύρια, εκ των οποίων τουλάχιστον 15 έχουν σοβαρά προβλήματα
και κινδυνεύουν με κατάρρευση.
Εκτός αυτών που κινδυνεύουν άμεσα, υπάρχουν και άλλα 8 που κινδυνεύουν
έμμεσα, από τις πρόσθετες παρεμβάσεις που έγιναν πάνω τους, με σκοπό να
διευκολύνουν την κίνηση τροχοφόρων οχημάτων και έτσι έχουν μετατραπεί σε
αμαξιτές οδογέφυρες.
Ενδεικτικά αναφέρονται τέσσερα από τα
πέτρινα γεφύρια του Πηλίου,
με πρώτο αυτό της Τσαγκαράδας (1728). Είναι μονότοξο και γεφυρώνει το Μυλοπόταμο,
ενώ βρίσκεται ανάμεσα στα χωριά Τσαγκαράδα και Ξουρίχτι. Το τόξο έχει άνοιγμα
12,00μ. και ύψος 6μ. και το συνολικό μήκος του γεφυριού είναι 18μ. Ίσως είναι
το παλαιότερο γεφύρι στο Πήλιο. Είναι οξυκόρυφο, φέρει το αρχικό καλντερίμι και
ένα μεγάλο ρήγμα στο εσωράχιο του. Βρίσκεται δε μέσα σ' ένα ειδυλλιακό τοπίο.
Το δεύτερο γεφύρι είναι αυτό της Κάτω
Κερασιάς (1886) Στο
νοτιοανατολικό άκρο της Κάτω Κερασιάς, το δίτοξο αυτό γεφύρι, γεφυρώνει το
Κερασιώτικο ρέμα πριν αυτό καταλήξει στη λίμνη Κάρλα. Το μεγάλο τόξο έχει
άνοιγμα 8,20μ. και ύψος 6,25μ. και το συνολικό μήκος του γεφυριού είναι 18,50μ.
Το μεγάλο τόξο φέρει επτά άρπιζες και το μικρό δύο. Στη δυτική πλευρά, υπάρχει
μια μαρμάρινη πλάκα με τη χρονολογία κατασκευής.
Το γεφύρι του Χατζήνη (αχρονολόγητο) είναι μονότοξο και
γεφυρώνει μικρό ρέμα που χύνεται στον ποταμό Βρύχωνα. Βρίσκεται ανάμεσα στον
Αγ. Λαυρέντιο και τη Δράκεια και είναι μια από τις τρεις υδατογέφυρες στο
Πήλιο. Το τόξο της έχει άνοιγμα 4,40μ., το ύψος της φτάνει τα 2,50μ. και το
συνολικό μήκος της είναι 11,90μ. Είναι "πνιγμένη" μέσα σε οργιώδη
βλάστηση και κινδυνεύει με κατάρρευση.
Το γεφύρι της Ταράτσας ή του Μαμαλάκη είναι μονότοξο και γεφυρώνει το
Παναγιώτικο ρέμα. Βρίσκεται δυτικά του Νεοχωρίου και δεν υπάρχουν στοιχεία για
τη χρονολογία κατασκευής του. Το τόξο του έχει άνοιγμα 5,80μ., έχει ύψος 4,60μ.
και το συνολικό μήκος του είναι 15,90μ. Έχει ισχυρή θεμελίωση πάνω σε βράχια
και ένα μικρό ανακουφιστικό τόξο. Σήμερα, βρίσκεται βυθισμένο στον πυθμένα
τεχνητής λίμνης που έγινε για την άρδευση του Νοτίου Πηλίου.
Η έκδοση είναι δωρεάν και διατίθεται
ηλεκτρονικά στην ιστοσελίδα του ΚΠΕ.
Κείμενο:
του Αποστόλη Ζώη