Δίγλωσσα
παιδιά λέγονται εκείνα που μπορούν να
επικοινωνούν σε δύο γλώσσες σχεδόν
ταυτόχρονα, ενώ εκτίθενται και στις
δύο σχεδόν από την αρχή της ζωής τους.
Με την ευρεία έννοια, θα μπορούσαμε να
πούμε ότι δίγλωσσος θεωρείται εκείνος
που κάνει, συχνή χρήση δυο γλωσσών στην
επικοινωνιακή επαφή του, με τους άλλους.
Αν ένα μωρό καθώς γεννηθεί αφουγκράζεται
δυο γλώσσες, τις .....
μαθαίνει και τις δυο
με την ίδια ευκολία που θα μάθαινε μόνο
τη μια. Πολλοί είναι εκείνοι οι επιστήμονες
που πιστεύουν, ότι θα ήταν καλύτερο κάθε
γονιός να μιλάει την μητρική του γλώσσα
για το λόγο το οποίο, το παιδί να μην
μπερδεύει τις γλώσσες μεταξύ τους.
Παρ’
όλα αυτά, ανησυχία που να αφορά την
ευφυΐα του δίγλωσσου παιδιού δεν υπάρχει
πια, καθώς βλέπουμε ότι η διγλωσσία,
περισσότερο διευρύνει παρά περιορίζει
τον τρόπο σκέψης.
Το ιδανικό χρονικό διάστημα, για να
μάθει ένα παιδί δυο γλώσσες ταυτόχρονα,
είναι από την γέννηση του έως τα επτά
του έτη, υποστηρίζουν οι ειδικοί.
Ο
εγκέφαλος προσαρμόζεται έτσι ώστε να
ταιριάζει τέλεια με την μητρική γλώσσα,
δηλώνουν ερευνητές εκτός, εάν όπως
συμβαίνει με τα μωρά που μαθαίνουν
ταυτόχρονα δυο γλώσσες και ο εγκέφαλος
«χτίζει», δυο σύνολα νευρωνικών
κυκλωμάτων, ένα δηλαδή για κάθε γλώσσα.
Ωστόσο σημαντικό είναι να γνωρίζετε
ότι παιδιά που έχουν φυσιολογική ανάπτυξη
λόγου, το δίγλωσσο περιβάλλον δεν
δημιουργεί κανένα πρόβλημα. Πρόβλημα
μόνο μπορεί να δημιουργήσει στις
περιπτώσεις εκείνες που κάποιο παιδί
εμφανίζει καθυστέρηση λόγου και
ταυτόχρονα μεγαλώνει σε δίγλωσσο
περιβάλλον. Εν τούτοις, στις περιπτώσεις
αυτές, το δίγλωσσο περιβάλλον επηρεάζει
την εξέλιξη του λόγου, και χρειάζεται
η λήψη πρόσθετων μέτρων.