(υβριστικό, μειωτικά) ο ομοφυλόφιλος
(υβριστικό, μεταφορικά) που δρα με ύπουλο τρόπο, ανέντιμος
(αργκό) (σε ένδειξη θαυμασμού) για κάποιον που κατάφερε κάτι αξιοθαύμαστο
πως τα κατάφερε πάλι ο πούστης και με τουμπάρισε!
(όταν ακολουθεί το 'μου' ) ως έκφραση οργής ή ενόχλησης
έλα ρε πούστη μου να πάμε σινεμά που σε παρακαλάω μια ώρα
του πούστη: δηλώνει ευκολία ή ότι κάτι είναι προφανές...
πω ρε πούστη μου: για κάτι ανεπιθύμητο
Συγγενικές λέξεις
παλιόπουστας
πουστάρα
πουσταρέλι, πουσταρδέλι
πουσταριό
πουστιά
πούστικος
πούστρα
πουστράκι
πουστρόνι
Συνώνυμα
ομοφυλόφιλος
αδερφή, αδερφούλα
αρσενοκοίτης
γυναικωτός
συκιά
σοδομίτης (με κεφαλαίο είναι δημώνυμο)
διαπρωκτικός
ντιγκιντάνγκας, ντιντής
πουστρόνι, πουσταρδέλι
λούκρα, λούγκρα, λουκρητία
καταπύγων
κίναιδος
πισωγλέντης
τοιούτος
τσαχπινοκωλοσφυρίχτρας, κωλοσφυρίχτρας, σφυριχτάρι
τσαχπινογαργαλιάρης
τσιγκολελέτα