Ο Ιπποκράτης στην αρχαία Ελλάδα το χρησιμοποιούσε ως φάρμακο, ενώ στην ξυλοναυπηγική ήταν χρήσιμο ως μονωτικό. Στην Σκανδιναβία σύμφωνα με ιστορικές πηγές, ήταν γνωστό από την εποχή του Σιδήρου. Μέχρι τις περασμένες δεκαετίες, ειδικά στην ορεινή ελληνική περιφέρεια, σε κτηνοτροφικές περιοχές στην Πίνδο και στον Όλυμπο, ήταν ένα χρήσιμο προϊόν για την καθημερινότητα. Πρόκειται για το «κατράνι» ή «κατράμι». Με την παραγωγή του, ασχολήθηκαν οι «κατρανάδες», που το ανέδειξαν ως επάγγελμα, καθώς τους εξασφάλιζε τα προς το ζην.
Σήμερα το επάγγελμα έσβησε. Κάποιοι ελάχιστοι το παράγουν από μεράκι. Ίσως, ο Ιωάννης Ζήσης στο Δίστρατο της Κόνιτσας, είναι ο τελευταίος κατρανάς, αν και συνταξιούχος, προσπαθεί να μεταφέρει την γνώση στο γιό του Πασχάλη. Το ΑΠΕ-ΜΠΕ τον συνάντησε μαζί με τον Κώστα Παγανιά, επίσης Διστρατιώτη που από μεράκι φτιάχνει κάθε χρόνο κατράμι, «ως αιώνιο μνημόσυνο προς τους προγόνους του», όπως λέει.
Οι πληροφορίες που αντλούμε από την συζήτηση, μας βάζουν σε μία αλλοτινή καθημερινότητα, που οι ανάγκες και οι ιδιαιτερότητες της κάθε περιοχής γεννούσαν επαγγέλματα......
Μας δείχνουν το κατράνι. Είναι ένα παχύρευστο, κολλώδες, ελαιώδες μαύρο υγρό. Έχει έντονη οσμή. Για την παραγωγή του, απαιτείται καύση του δαδιού με ειδικό τρόπο. Το δαδί πρέπει να είναι από γέρικα ρητινούχα πεύκα.
Οι κατρανάδες ήταν το κατ’ εξοχήν επάγγελμα των Βλάχων του Διστράτου που βρίσκεται σε υψόμετρο 1000 μέτρων στους πρόποδες του Σμόλικα και της Βασιλίτας.
Ο κ. Παγανιάς επισημαίνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, πως το κατράνι αποτελεί πολιτιστική κληρονομιά της περιοχής, που ήταν γεμάτη κατρανάδικα. Οι Διστρατιώτες μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1970, ήταν αποκλειστικοί παραγωγοί και έμποροι του κατραμιού.
Το επάγγελμα είχε μυστικά, καθώς όπως λέει, δεν είναι κατάλληλα όλα τα πεύκα που υπάρχουν στο δάσος ενώ απαιτούνται ειδικές συνθήκες για την παραγωγή. Ερασιτέχνης ο ίδιος, αλλά με γνώσεις από την οικογένεια του περιγράφει παραστατικά τη διαδικασία: «Ο έμπειρος κατρανάς με μια ματιά μπορούσε να καταλάβει ποιο πεύκο είχε δαδί. Πρώτα έκανε την επιλογή. Στη συνέχεια έκοβε το δένδρο και αφαιρούσε το δαδί. Με τσεκούρι το έσχιζε σε κομμάτια μήκους 1,5 μέτρου και τα μετέφερε με τα ζώα κοντά στο κατρανάδικο.
Συνολικά χρειάζονταν 3-4 τόνοι καλής ποιότητας δαδιού, πλούσιου σε ρητίνη, προκειμένου να παραχθεί ικανή ποσότητα προϊόντος για να καλυφθεί το κόστος και να έχει συμφέρον η δουλειά.
Η παραγωγή του κατρανιού ήταν κοπιαστική Γινόταν με τα χέρια και απαιτούσε γνώσεις.
Κοντά στο σημείο όπου είχαν συγκεντρώσει τα δαδιά, άνοιγαν μια ειδική στο έδαφος γούρνα 50 εκατοστών βάθους και διαμέτρου 2 μέτρων, σε επικλινές έδαφος. Τα τοιχώματα της γούρνας κάλυπταν με ειδική λάσπη ώστε το προϊόν να μην απορροφάται από το χώμα, αλλά να ρέει. Εκεί μέσα τοποθετούσαν επιμελώς τα δαδιά σε σχήμα κώνου.
Στην συνέχεια τα σκέπαζαν με φτέρη και στρώμα χώματος, έτσι ώστε η καύση να είναι ατελής, με ελάχιστη ποσότητα οξυγόνου και διαρκούσε 15 ημέρες. Γι’ αυτό ο κατρανάς, μέρα νύχτα έπρεπε να είναι παρών, να επιτηρεί συνεχώς τη διαδικασία της καύσης.
Από εκεί, μέσω ειδικού ξύλινου σωλήνα που είχε τοποθετηθεί στη βάση της γούρνας, το κατράνι διοχετεύονταν στη δεξαμενή συγκέντρωσης.
Μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας, το κατράνι αποθηκευόταν σε ασκιά από δέρμα κατσικιών .
Ο κατρανάς φόρτωνε το προϊόν σε ζώα, συνήθως μουλάρια και άρχιζε το μεγάλο ταξίδι στην ενδοχώρα και στα Βαλκάνια για την πώλησή του».
Οι αγορές του κατρανιού
Ο κ. Ζήσης θυμάται με κάθε λεπτομέρεια το «ταξίδι» του κατρανιού. Αγοραστές ήταν οι κτηνοτρόφοι. Το χρησιμοποιούσαν για τη επούλωση και την θεραπεία των πληγών στα ζώα τους. Ήταν όπως λέει, αποτελεσματικό στην απώθηση των εντόμων, που αποτελούσαν τους κατ΄ εξοχήν φορείς μετάδοσης διαφόρων ασθενειών. Μάλιστα θεωρεί, πως η επάλειψη των ζώων με κατράνι απωθεί τα κουνούπια και μπορεί να χρησιμοποιηθεί σήμερα, για την πρόληψη του καταρροϊκού πυρετού.
Οι κτηνοτρόφοι καθώς και άλλοι άνθρωποι, το χρησιμοποιούσαν για απολύμανση, επούλωση πληγών και για δερματικές παθήσεις.
Μία κατηγορία αγοραστών ήταν οι κατασκευαστές πλοίων και άλλων ενάλιων κατασκευών. Το κατράνι όπως εξηγεί ο κ. Παγανιάς, αποτελεί ισχυρό αδιάβροχο, λιπαντικό και στεγανοποιητικό μέσο και συνεχίζει:
«Σημαντικοί επίσης πελάτες, ήταν οι φαρμακευτικές εταιρείες που το χρησιμοποιούσαν για κατασκευή φαρμάκων και αλοιφών κατάλληλων για την καταπολέμηση δερματικών παθήσεων, εκζεμάτων, ψωριάσεων, μυκητιάσεων καθώς και τη θεραπεία κάθε είδους πληγών και τραυματισμών».
Σήμερα η παραδοσιακή παραγωγή του κατρανιού έχει σχεδόν εγκαταλειφθεί. Το μόνο που έμεινε είναι οι ονομασίες των τοποθεσιών όπου λειτουργούσαν τα κατρανάδικα στο Δίστρατο.
Το κατρανάδικο του Γλυκού, του Τσιάρα, του Κόλη, του Παγανιά, του Μακαρδήμα, του Ράφτη του Γκασιόνη, του Πρίτα και άλλων.
Όμως, ο κατρανάς με τα ροζιασμένα χέρια και το ταλαιπωρημένο πρόσωπο δεν υπάρχει πλέον.