Με μεγάλη επιτυχία πραγματοποιήθηκε στις 28/12/23 η μουσική εκδήλωση - παρουσίαση του βιβλίου «Ανιχνεύοντας το ρεμπέτικο» των εκδόσεων της Σύγχρονης Εποχής με πρωτοβουλία της ΚΟ Αλιβερίου του ΚΚΕ.
Στο χώρο του Εργατικού Κέντρου στο Αλιβέρι, από νωρίς το απόγευμα υπήρχε έκθεση έργων ζωγραφικής με θέμα «Λαϊκοί συνθέτες». Τα έργα που εκτέθηκαν ήταν προσφορά του Γιώργου Ρέτσα.
Στον ίδιο χώρο υπήρχε έκθεση οργανοποιίας του Λάμπρου Μεϊμάρη, ενώ στη δικιά τους ιδιαίτερη γωνιά προβάλλονταν ενθύμια που παραχώρησε ο Γιώργης Δήμος (Μάμουκας) από τη γνωστή στους ρεμπέτικους κύκλους «Σκάλα του Μιλάνου» και ένα σάζι που μετρά πάνω από 120 χρόνια ζωής.
Στην εκδήλωση παρευρέθηκε κλιμάκιο της ΚΕ με επικεφαλής τον Γιώργο Μαρίνο, μέλος του ΠΓ της ΚΕ και βουλευτή Εύβοιας του Κόμματος, η Μαρία Λαμπρινού και.... φυσικά ο ομιλητής και συγγραφέας του βιβλίου Στέφανος Λουκάς μέλος της ΚΕ. (Ολόκληρη η εκδήλωση εδώ)
Το άνοιγμα της εκδήλωσης έκανε η Κατερίνα Δημάκη μέλος του ΤΓ Εύβοιας.
Οι μουσικοί συντελεστές της παράστασης ήταν: Κυργιώτης Παναγιώτης (τραγούδι, μπουζούκι), Κυργιώτης Γιώργος (μπουζούκι), Τσαρούμης Βασίλης (καχόν, ντέφι), Ανδριώτη Αθηνά (τραγούδι), Μεϊμάρης Τάσος (τραγούδι, μπαγλαμάς), Μεϊμάρης Αντώνης (κιθάρα, τραγούδι), Δημάκη Κατερίνα (τραγούδι)
Η παρουσίαση του βιβλίου έγινε τμηματικά. Ο ομιλητής ανέδειξε πλευρές του βιβλίου κάνοντας αναφορά στη μετανάστευση στην εργατική τάξη, στα ναρκωτικά, στον πόλεμο, στο κίνημα και στη γυναίκα όπως αυτά βρίσκουν έκφραση μέσα από το ρεμπέτικο τραγούδι.
Ενδιάμεσα παρεμβάλλονταν τραγούδια που μπορούσαν με πολύ χειροπιαστό τρόπο να αναδείξουν τα θέματα που προσέγγιζε που ομιλητής.
Ο σ. Λουκάς ξεκίνησε κάνοντας ιδιαίτερη αναφορά στη συμβολή των μελών της ΚΕ που βοήθησαν στην έρευνα, στην ορθή προσέγγιση των ζητημάτων που πραγματεύεται το βιβλίο και είχαν όλοι τους ιδιαίτερη συμβολή.
Συμβολή τέτοια που ουσιαστικά το βιβλίο μπορεί, όπως ανέφερε να υπογράφει ο ίδιος είναι όμως ένα συλλογικό έργο πάνω στο οποίο έχουν δουλέψει σοβαρά στελέχη του ΚΚΕ εδώ και πολλά χρόνια.
Η έρευνα αξιοποίησε όλες τις διαθέσιμες πηγές και φυσικά και τη μεγάλη συζήτηση που είχε ξεκινήσει μέσα από τις σελίδες του Ριζοσπάστη μετά τη μεταπολίτευση, σε μία προσπάθεια του Κόμματος να προσεγγίσει ολοκληρωμένα το σύγχρονο λαϊκό τραγούδι τον αστικών κέντρων. Κάτι που οι συνθήκες τη παρανομίας δεν του είχαν επιτρέψει για πάρα πολλά χρόνια.
Ξεκαθάρισε ότι ρεμπέτικο τραγούδι δεν είναι το τραγούδι του λούμπεν και του παραβατικού. Δεν είναι το τραγούδι των ανθρώπων του περιθωρίου. Είναι γνήσια λαϊκό τραγούδι των αστικών κέντρων για αυτό σιγομουρμουρίζεται καθημερινά ακόμα και σήμερα από τα στόματα λαϊκών ανθρώπων, ιδιαίτερα της εργατικής τάξης.
Έκανε αναφορά στην ανάπτυξη αυτό το είδους μουσικής έκφρασης από τα μικρασιατικά παράλια της καπιταλιστικής παραγωγής κατά τα χρόνια της οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Στην πλατιά διάδοση του από τους Μικρασιάτες στη λεγόμενη παλιά Ελλάδα μετά τη μικρασιατική καταστροφή.
Στις επιρροές που είχε από μία πλειάδα λαϊκών πολιτισμών που συναντιόνταν στα λιμάνια, στις μεταφορές, στο εμπόριο στην ίδια την κίνηση της κοινωνικής ζωής των ανθρώπων του μόχθου.
Στον τρόπο που κυνηγήθηκε από την άρχουσα τάξη η οποία επεδίωξε μετά το 1950 να «πολιτογραφηθεί» στον κόσμο της Δύσης αλλά και να βάλει φρένο στην δυναμική που είχε το ρεμπέτικο τραγούδι να ενώνει τους καημούς τους πόθους στην απαντοχή και τα όνειρα των εργατών.
Παρουσίασε την ωρίμανση της συνείδησης του ίδιου του εργατικού κινήματος, όπως αυτή αποτυπώνεται μέσα από τα τραγούδι που αυτό αγκάλιασε και αγάπησε. Και όπως αντανακλώνταν στους στίχους των δημιουργών του ρεμπέτικου ανάλογα και με τα βιώματα που είχαν κάθε ιστορική περίοδο.
Για αυτό και πολλά ρεμπέτικα τραγούδια έχουν αναφορά στη μετανάστευση, την προσφυγιά, τη φτώχεια, την ορφάνια που φέρουν οι πόλεμοι και οι ξεριζωμοί.
Ενώ τη δεκαετία 1940 1950 που συγκλόνισε πραγματικά και τον ελλαδικό χώρο, το ρεμπέτικο τραγούδι γίνεται πιο συνειδητό τραγούδι της εργατικής τάξης, παύει απλά να εξυμνεί τα επαγγέλματα και την τιμιότητα της τάξης των εργατών και χαιρετίζει πλέον την περήφανη και αθάνατη εργατιά σαν τάξη.
Στη συνέχεια γίνεται μεγάλη αναφορά στον αλληγορικό χαρακτήρα που έπαιρναν τα ρεμπέτικα τραγούδια προκειμένου να αποφύγουν τη λογοκρισία τα χρόνια του ΔΣΕ.
Τέλος, ένα από τα πιο σύνθετα και απαιτητικά ζητήματα που αναδεικνύει το βιβλίο, ανοίγοντας την έρευνα, είναι η θέση της γυναίκας στο ρεμπέτικο τραγούδι, θέση ισότιμη με εκείνη του άντρα που πολλές φορές παρεξηγήθηκε και παρερμηνεύτηκε από τους αγροτικούς πληθυσμούς της Ελλάδας που υποδέχτηκαν τις προσφυγοπούλες (πολύ μεγάλο ποσοστό των οποίων εντάχθηκε στη μεγάλη βιομηχανική παραγωγή της Ελλάδας) σαν «παστρικές», υπερβολικά καθαρές και φροντισμένες γυναίκες δηλαδή, υπονοώντας ελευθεριότητα.
Κλείνοντας, ο ομιλητής έκανε αναφορά και στο σύγχρονο λαϊκό τραγούδι που ακολουθεί πιστά μέσα από συγκεκριμένους δημιουργούς τα πατήματα του ρεμπέτικου τραγουδιού όπως το γνωρίσαμε μέχρι το 1955 οπότε και άρχισε να εισβάλει σιγά-σιγά ο ηλεκτρικός ήχος οι μεγάλες εταιρείες να μην ηχογραφούν πια ρεμπέτικα τραγούδια και η δισκογραφία να κατακλύζεται από το λεγόμενο «αρχοντορεμπέτικο», περισσότερο για να εκφράσει μικροαστικά στρώματα που δημιουργήθηκαν μετά τον πόλεμο αλλά και για να σβήσει κάθε μνήμη συλλογική από τις προηγούμενες δεκαετίες και φυσικά από την Ανατολή.
Στο χώρο υπήρχε θεματική έκθεση της Σύγχρονης εποχής αφιερωμένη στο ρεμπέτικο και λαϊκό τραγούδι, καθώς και μπαρ με εκλεκτούς μεζέδες, κρασί και τσίπουρο, όλα προσφορά από φίλους και συντρόφους ενώ καθ' όλη τη διάρκεια της εκδήλωσης προβάλλονταν εικόνες της Ελλάδας του μεσοπολέμου και στιγμιότυπα της ρεμπέτικης ζωής όπως αποτυπώθηκαν σε φωτογραφίες και σκίτσα ανά τα χρόνια.
Δείτε εδώ αποσπάσματα από την εκδήλωση: https://www.youtube.com/watch?v=jJFGp6nB3kc