Κυριακή 1 Δεκεμβρίου 2013

ΑΡΕΘΟΥΣΑ

ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΤΟΥ ΚΤΗΡΙΟΥ
Το παλαιό οινοποιείο της «Αρέθουσας», στη περιοχή του Αγίου Στεφάνου, αποτελεί αντιπροσωπευτικό δείγμα βιομηχανικής Αρχιτεκτονικής και είναι  κηρυγμένο διατηρητέο κτίριο από το Υπουργείο Πολιτισμού (το 1979).
Χαρακτηρίζεται ως: «έργο τέχνης που χρειάζεται ειδική προστασία, γιατί αποτελεί θαυμάσιο δείγμα βιομηχανικής αρχιτεκτονικής του τέλους του
περασμένου αιώνα και γιατί η καλή του κατάσταση και η γειτνίασή του με την αρχαία πηγή της ....

Αρέθουσας το καθιστά κατάλληλο για Μουσείο».
Το κτίριο χτίστηκε στις αρχές του περασμένου αιώνα ως εργοστάσιο οινοπνευματοποιίας «Αρέθουσα» και λειτούργησε σαν οινοποιίο, μέχρι το 1940, οπότε διέκοψε τις εργασίες του λόγω του πολέμου. Στις αρχές της δεκαετίας του ’70 η επιχείρηση σταμάτησε να λειτουργεί. Το 1988 περιήλθε
στην «Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε.», από την οποία το αγόρασε το 1994 η «Εθνική Κεφαλαίου ΑΕ» και στη συνέχεια το 2005 το Υπουργείο Πολιτισμού αποφάσισε να το μετατρέψει σε Μουσείο.
Πρόκειται για ένα επίμηκες, λιθόκτιστο, κεραμοσκεπές κτίριο, αυστηρής αξονικής συμμετρίας, η οποία καθορίζεται από ένα κεντρικό τριώροφο κτίσμα με κεραμοσκεπή.Συμμετρικά, και εκατέρωθεν του κεντρικού κτιρίου είναι κατασκευασμένα δύο κτίσματα, τα οποία συνδέονται με δύο άλλα αντίστοιχα επιμήκη κτίσματα. Στα δύο ακραία ισόγεια τμήματα του συγκροτήματος κατασκευάστηκαν μεταγενέστερα 12 δεξαμενές.Στην πίσω πλευρά του κτιρίου υπάρχει μεταγενέστερο λιθόκτιστο πρόσκτισμα και μια υψικάμινος από κεραμικά τούβλα. Στην ανατολική πλευρά σώζεται δεύτερο μεταγενέστερο επίμηκες πρόσκτισμα. Το συνολικό εμβαδόν του υφιστάμενου κτιριακού συγκροτήματος είναι 1547,64 τ.μ.
 

Η ΜΕΛΕΤΗ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ
Η κεντρική φιλοσοφία της μελέτης βασίζεται στην επισκευή και ενίσχυση του κτιρίου της «Αρέθουσας», έτσι ώστε να αποκατασταθεί στην αρχική του μορφή και ταυτόχρονα να λειτουργήσει σαν ένα σύγχρονο Μουσείο. Η μελέτη προβλέπει επίσης το σχεδιασμό ενός μακρόστενου κτιρίου στη νότια (πίσω) πλευρά του οικοπέδου, το οποίο τοποθετείται παράλληλα με το διατηρητέο κτίριο.
Επειδή τα δύο κτίρια πρέπει να συνδέονται ουσιαστικά μεταξύ τους, δύο ελαφρά στεγασμένοι χώροι, εκατέρωθεν του υφιστάμενου προσκτίσματος της νότιας όψης, ενοποιούν τις διαφορετικές λειτουργίες τους. Έτσι, η νότια όψη του διατηρητέου κτιρίου αναδεικνύεται σαν έκθεμα, ενισχύοντας τη διαχρονικότητα των εκθεμάτων. Το κτίριο αποτελεί τόσο το κέλυφος των εκθεμάτων όσο και έκθεμα το ίδιο. Ταυτόχρονα, η νότια πλευρά του κτιρίου προφυλάσσεται από το έντονο φως, ενώ δημιουργείται ένα περιβάλλον με διάχυτο φυσικό φωτισμό.
Επειδή το εμβαδόν του διατηρητέου κτιρίου δεν επαρκεί για να στεγάσει τόσο τις ανάγκες των εκθεσιακών χώρων όσο και όλων των λειτουργιών εξυπηρέτησης των επισκεπτών,η αίθουσα πολλαπλών χρήσεων, το αναψυκτήριο, τα εργαστήρια, οι αποθήκες, η βιβλιοθήκη, οι χώροι εξυπηρέτησης του κοινού και τα γραφεία στεγάζονται στο νέο κτίριο. Επίσης, δημιουργούνται δύο αίθρια, το ένα που περικλείει την υψικάμινο, ορατή σαν έκθεμα, και το δεύτερο που χρησιμεύει για το φωτισμό και τον αερισμό των  εργαστηρίων και του υπογείου.
Η μελέτη του κτιρίου της Αρέθουσας με τη συγκεκριμένη επιλογή χωροθέτησης του νέου κτιρίου σε επαφή με το παλαιό, πετυχαίνει τη δημιουργία ενός ενδιαφέροντος ενδιάμεσου χώρου. Ο χώρος που δημιουργείται ανάμεσα στον άξονα του παλαιού κτιρίου με τις εκθεσιακές λειτουργίες και τον άξονα του νέου κτιρίου με τις λοιπές πολιτιστικές λειτουργίες, ενοποιεί ενώ ταυτόχρονα χωρίζει τις μεν από τις δε και επιπλέον δημιουργεί ένα ευχάριστο περιβάλλον, όπου αναδεικνύεται η πίσω όψη του διατηρητέου κτιρίου με τον καλύτερο τρόπο και γίνεται η ίδια έκθεμα (με όψη και σε ενότητα με το πρόσφατα αναπλασθέν Πάρκο Λαού και το ανακαινισθέν υπαίθριο θέατρο «Ορ. Μακρή»).

ΤΟ ΦΥΣΙΚΟ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ
Το κατασκευαστικό αντικείμενο του έργου περιλαμβάνει:

 Επισκευή και ενίσχυση του διατηρητέου κτηρίου "Αρέθουσα", ώστε να αποκατασταθεί στην αρχική μορφή του και να λειτουργήσει ως Μουσείο.
Επίσης, κατασκευή νέου κτηρίου στη νότια (πίσω) πλευρά του οικοπέδου, παράλληλα με το παλαιό κτήριο καθώς και δύο ελαφρά στεγασμένων χώρων που θα συνδέουν τα δύο κτήρια και θα δημιουργούν το «δρόμο αγοράς», έναν άξονα κυκλοφορίας στην καρδιά του συγκροτήματος.
Στο παλαιό κτήριο θα υπάρχουν εκθεσιακοί χώροι και χώροι εξυπηρέτησης κοινού (εκδοτήριο εισητηρίων, βεστιάριο, τουαλέτες, εκπαιδευτικά προγράμματα). Στο παλαιό κτήριο, οι εργασίες περιλαμβάνουν αντικατάσταση στεγών, καλύψεις, βελτιώσεις στατικού συστήματος, ενισχύσεις με ενέματα, ηλεκτρομηχανολογικές εγκαταστάσεις.
Στο νέο κτήριο θα υπάρχουν χώροι εξυπηρέτησης κοινού (αναψυκτήριο, πωλητήριο, αίθουσα πολλαπλών χρήσεων), εργαστήρια, αρχαιολογικές αποθήκες, χώροι εξυπηρέτησης προσωπικού, γραφεία διοίκησης, αρχεία, βιβλιοθήκη. Στο νέο κτήριο, οι εργασίες περιλαμβάνουν σκυροδέματα, επιχρίσματα, μεταλλικές κατασκευές, επικαλύψεις, ηλεκτρομηχανολογικές εγκαταστάσεις.
Παράλληλα, θα διαμορφωθούν διαδρομές περιπάτου στον περιβάλλοντα χώρο καθώς και υπαίθριος και ημιυπαίθριος χώρος για έκθεση.
Στο οικόπεδο των 7.334 τ.μ., ορίζεται κάλυψη και δόμηση κτηρίου, 3.085 τ.μ. και 3.500 τ.μ. αντίστοιχα, με υπαίθριους χώρους 254 τ.μ. και επιφάνεια φύτευσης 1.901 τ.μ.

Η οργάνωση του Μουσείου
Με την ολοκλήρωση του κατασκευαστικού έργου, θα ακολουθήσει η οργάνωση λειτουργίας του Μουσείου, δράσης προϋπολογισμού 250.000 ευρώ που θα υλοποιηθεί από το Υπουργείο, με αυτεπιστασία.
Προβλέπει καταγραφή, επιλογή και τεκμηρίωση (βιβλιογραφική και φωτογραφική) των προς έκθεση αρχαίων από τα προϊστορικά έως τα μεταβυζαντινά χρόνια, ενώ θα εκπονηθεί μουσειολογικό πρόγραμμα, γενικός μουσειογραφικός σχεδιασμός και μουσειολογική – μουσειογραφική μελέτη και όλων των υποστηρικτικών αυτής εργασιών (π.χ. σκηνογραφική πρόταση φωτισμού κ.α.). Επιπλέον, θα δημιουργηθούν εκθεσιακές κατασκευές για την εισαγωγική, περιοδική έκθεση και για την τεκμηρίωση του μνημείου, ενώ τέλος αναμένεται να γίνει σχεδιασμός και παραγωγή εποπτικού υλικού και
εκπαιδευτικού φακέλου για το μνημείο και την έκθεση.