Στο
πλαίσιο των ετήσιων εκδηλώσεων
«προσφυγικής μνήμης» στη Νέα Λάμψακο,
το πρωί του Σαββάτου 14 Σεπτεμβρίου,
ακριβώς στην επέτειο της φυγής του
πρώτου κύματος από τη Λάμψακο των Στενών
του Ελλήσποντου, έγιναν (στο μνημείο
που έχει ανεγερθεί από το 1998, επί
Κοινοτικής αρχής Πολυχρόνη Τσιτίνη) τα
αποκαλυπτήρια της χάραξης του «μητρώου
αρρένων» των Λαμψακηνών προσφύγων κάθε
ηλικίας που αποτέλεσαν τον πυρήνα της
κοινότητας των ανθρώπων που εγκαταστάθηκαν
στη νέα πατρίδα.
Στην
εκδήλωση των αποκαλυπτηρίων που ......
διοργανώθηκε από το Δήμο Χαλκιδέων, σε
συνεργασία με τον ΔΟΑΠΠΕΧ (που είχε την
επιμέλεια και δαπάνη των εργασιών),
έδωσαν το «παρών» ο δήμαρχος Θανάσης
Ζεμπίλης, η πρόεδρος Λίλιαν Ζλακώνη και
ο αντιπρόεδρος του ΔΟΑΠΠΕΧ Γιώργος
Γεραντώνης, ο πρόεδρος Γιάννης Μακρίδης
και οι σύμβουλοι της Τοπικής Κοινότητας,
οι αντιδήμαρχοι Αλέξανδρος Αναστασίου
και Αλέξανδρος Πιτσούνης, ο δημοτικός
σύμβουλος Δημήτρης Σέρρας, ο πρόεδρος
της Δημοτικής Κοινότητας Βασιλικού
Μαρίνος Καβουκίδης κ.α. εκ των επισήμων,
οι σημαίες και παιδιά του τοπικού
Δημοτικού Σχολείου και του Γυμνασίου,
μέλη του τοπικού Πολιτιστικού Συλλόγου
«Αναξαγόρας» ενδεδυμένα με τις
πατρογονικές στολές και πλήθος κατοίκων.
Των
αποκαλυπτηρίων προηγήθηκε επιμνημόσυνη
δέηση ενώ ακολούθησε κατάθεση στεφάνων.
Στην
ομιλία του, ο Δήμαρχος, μεταξύ άλλων,
αναφέρθηκε σε «μια διαδρομή 91 χρόνων,
με μακρύτερο παρελθόν και την πεποίθηση
ακόμη μεγαλύτερου μέλλοντος μιας
κοινότητας ανθρώπων που
μπόλιασαν
με ζωή και έδωσαν νέα πνοή στην περιοχή
μας
ενώ
στο πέρασμα
του χρόνου, όχι μόνον δεν επιτρέπουν να
ξεφτίζουν κουλτούρα, μνήμες, έθιμα και
παραδόσεις, αλλά φροντίζουν να τις
ενδυναμώνουν».
Και
κατέληξε:
«Ο
στίχος του Κωστή Παλαμά «δεν ζει χωρίς
πατρίδες η ανθρώπινη ψυχή», ακούγεται
βασανιστικός για την απώλεια του
πολυτιμότερου προσδιορισμού, της
Πατρίδας. Όμως, όταν κλείνεις τα όσια
και τα ιερά των προγόνων σου στη ψυχή
σου, τότε από χαμένα μεταβάλλονται σε
αλησμόνητα... Και
η Πατρίδα των Λαμψακηνών, με την ετήσια
υπόμνηση των εκδηλώσεων
τιμής στη μνήμη και την ιστορία των
προσφύγων αλλά κυρίως
καθημερινά, μέσα από τη ματιά και τις
διηγήσεις των παππούδων, αλησμόνητη
μένει.»