Κραυγή αγωνίας αποτελεί η επιστολή του αρχιεπισκόπου Αθηνών Ιερώνυμου προς τον πρωθυπουργό Λουκά Παπαδήμο για την κατάσταση στη χώρα μας και την απελπισία, όπως σημειώνει, των Ελλήνων, των ανθρώπων που ....
χάνουν καθημερινά τη δουλειά τους και το σπίτι τους. Ο Αρχιεπίσκοπος χρησιμοποιεί σκληρή γλώσσα για τα νέα μέτρα που προωθούνται, κάνει κάνει λόγο για υποθήκευση του εθνικού μας πλούτου και τονίζει ότι οι Έλληνες απαιτούν ειλικρινείς απαντήσεις.«Το φαινόμενο των αστέγων, αλλά και των πεινασμένων -φαινόμενο κατοχικών εποχών- παίρνει εφιαλτικές διαστάσεις» τονίζει ο Αρχιεπίσκοπος και προσθέτει:
«Οι άνεργοι αυξάνονται κατά χιλιάδες μέρα με τη μέρα. Το ίδιο και τα λουκέτα μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων. Τα νέα παιδιά, τα καλύτερα μυαλά του τόπου, παίρνουν τον δρόμο της μετανάστευσης. Οι πατεράδες μας δεν μπορούν να ζήσουν, μετά τις δραματικές περικοπές των συντάξεών τους. Οικογενειάρχες και ιδίως οι πιο φτωχοί, οι πολύτεκνοι, οι μεροκαματιάρηδες, βρίσκονται σε απόγνωση, μετά τις αλλεπάλληλες περικοπές των μισθών τους και τους αβάσταχτους νέους φόρους.
» Η πρωτόγνωρη καρτερία των Ελλήνων εξαντλείται, η οργή παραμερίζει τον φόβο και ο κίνδυνος κοινωνικής ανάφλεξης δεν μπορεί να αγνοείται πια, ούτε από εκείνους που διατάσσουν, ούτε από εκείνους που εκτελούν τις φονικές συνταγές τους».
«Στις δύσκολες και -αναντίλεκτα- κρίσιμες αυτές ώρες» συνεχίζει ο Αρχιεπίσκοπος «οφείλουμε όλοι να ξέρουμε και να καταλαβαίνουμε τι σημαίνει το γεγονός ότι η ανασφάλεια, η απόγνωση και η κατάθλιψη έχουν φωλιάσει σε κάθε ελληνικό σπίτι. Ότι προκάλεσαν δυστυχώς -και συνεχίζουν να προκαλούν- ακόμη και αυτοκτονίες, εκείνων που δεν μπόρεσαν να αντέξουν το δράμα των οικογενειών και τον πόνο των παιδιών τους».
«Μπροστά σε όλα αυτά, η Εκκλησία της Ελλάδος αξιοποιεί κάθε δυνατότητα αλληλεγγύης. Και είναι θετικό που, μέσα στην τόση καταχνιά, ξεπροβάλλει η ευαισθησία, το φιλότιμο και ο αγνός πατριωτισμός των Ελλήνων. Για να δώσει ένα πιάτο φαΐ, ένα ρούχο, μια ανάσα ζωής στους απελπισμένους» προσθέτει, τονίζοντας:
«Δυστυχώς, όμως, όπως ξεκάθαρα φαίνεται πλέον, το δράμα της πατρίδας μας όχι μόνο δεν τελειώνει εδώ, αλλά μπορεί να προσλάβει και νέες ανεξέλεγκτες διαστάσεις».
Σκληρή γλώσσα χρησιμοποιεί ο Αρχιεπίσκοπος για τα νέα μέτρα που θα εφαρμοστούν και τα οποία θα είναι σκληρότερα, όπως λέει, κάνει λόγο για υποθήκευση του εθνικού μας πλούτου και τονίζει ότι οι Έλληνες απαιτούν ειλικρινείς απαντήσεις.
«Ζητούνται, άλλωστε, τις ώρες αυτές, ακόμη σκληρότερα, ακόμη πιο επώδυνα, ακόμη πιο άδικα μέτρα, στην ίδια αδιέξοδη και αποτυχημένη γραμμή του πρόσφατου παρελθόντος μας. Ζητούνται ακόμη μεγαλύτερες δόσεις ενός φαρμάκου που αποδεικνύεται θανατηφόρο. Ζητούνται δεσμεύσεις που δεν λύνουν το πρόβλημα, αλλά αναβάλλουν μόνο προσωρινά τον προαναγγελθέντα θάνατο της Οικονομίας μας. Και υποθηκεύουν, ταυτόχρονα, την εθνική μας κυριαρχία. Υποθηκεύουν τον πλούτο που έχουμε, αλλά και αυτόν που μπορεί να αποκτήσουμε στα εδάφη και τις θάλασσές μας» λέει ο αρχιεπίσκοπος και σημειώνει ότι «στη διαμόρφωση των αποφάσεων, οι φωνές των απελπισμένων, οι φωνές των Ελλήνων, αγνοούνται προκλητικά».
«Δυστυχώς, σήμερα, οι Έλληνες δεν βρίσκουμε απάντηση ούτε στα όσα έγιναν και εξακολουθούν να γίνονται, ούτε στα όσα ζητούνται από τους ξένους. Είναι, μάλιστα, τουλάχιστον ύποπτη η εμμονή τους σε αποτυχημένες συνταγές. Και είναι προκλητικές οι αξιώσεις τους σε βάρος της εθνικής μας κυριαρχίας. Και αυτό είναι, ίσως, το πιο ανησυχητικό. Δεν μπορεί, άλλωστε να αγνοείται από κανέναν ότι οι αντοχές των ανθρώπων γύρω μας εξαντλήθηκαν. Όπως εξαντλήθηκαν και οι αντοχές της πραγματικής οικονομίας. Και βέβαια, δεν μπορεί παρά να υπάρχουν μπροστά μας και άλλοι δρόμοι. Δρόμοι πνευματικής ανάτασης και οικονομικής ανάταξης» τονίζει ο Αρχιεπίσκοπος και καταλήγει με δραματικό ύφος:
«Αποκρούοντας, ταυτόχρονα, τους έξωθεν εκβιασμούς και απορρίπτοντας τις θανατηφόρες συνταγές τους. Έχοντας, πάνω απ' όλα, ακλόνητη τη βεβαιότητα, ότι με τη βοήθεια του Θεού και την πίστη στις δυνατότητές μας μπορούμε να τα καταφέρουμε. Η Ελλάδα του πολιτισμού, η Ελλάδα της ιστορίας, η Ελλάδα των παραδόσεων δεν μπορεί να χαθεί ούτε γιατί κάποιοι το πίστεψαν, ούτε γιατί κάποιοι μπορεί να το θέλουν. Η Ελλάδα μας μπορεί να σταθεί στα πόδια της. Μπορεί, και πάλι, να τραβήξει μπροστά.
» Εξοχότατε κύριε πρόεδρε, αυτόν τον δρόμο αναζητούμε και προσδοκούμε οι Έλληνες σήμερα».