Δευτέρα 11 Μαΐου 2020

Πότε και πώς τελειώνει μια πανδημία

Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ

Μια πανδημία ή μια επιδημία μπορεί να τελειώσει με περισσότερους από ένα τρόπο, όπως δείχνει η ιστορία, και το ερώτημα -που αφορά και την τωρινή Covid-19- είναι ποιος αποφασίζει το τέλος της κρίσης και κατά πόσο όλοι συμφωνούν σε αυτό. Οι ιστορικοί επισημαίνουν ότι συνήθως σε μια πανδημία υπάρχει είτε ένα ιατρικό είτε ....
ένα κοινωνικό τέλος και αυτά τα δύο κατ' ανάγκη δεν συμβαδίζουν. Η συνέπεια είναι ότι μπορεί να δημιουργηθεί ένταση ανάμεσα στους επιστήμονες και σε ένα μέρος των πολιτών.

         Το ιατρικό τέλος συμβαίνει, όταν τα νέα κρούσματα και οι θάνατοι σταδιακά εξαφανίζονται χωρίς να αναζωπυρώνονται. Το κοινωνικό τέλος συμβαίνει, όταν ο φόβος της λοίμωξης εξαφανίζεται μεταξύ των ανθρώπων. Δυστυχώς, το δεύτερο μπορεί να συμβεί πριν το πρώτο. Με άλλα λόγια, ένα τέλος μπορεί να ανακηρυχθεί πρόωρα όχι επειδή πράγματι η λοιμώδης νόσος έχει εξαφανιστεί, αλλά επειδή οι άνθρωποι κουράστηκαν να ζουν φοβισμένοι και επειδή συνήθισαν να ζουν με τη νόσο.
         «Όταν οι άνθρωποι ρωτάνε 'πότε επιτέλους θα τελειώσει όλο αυτό;', αναρωτιούνται για το κοινωνικό τέλος», δήλωσε στους «Τάιμς της Νέας Υόρκης» ο ιστορικός της ιατρικής δρ Τζέρειμ Γκριν του Πανεπιστημίου Τζονς Χόπκινς.
         Αυτό φαίνεται ήδη να συμβαίνει σε διάφορες χώρες. Όπως λέει ο ιστορικός του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ 'Αλαν Μπραντ, «βλέπουμε στη διαμάχη για το άνοιγμα της οικονομίας ότι πολλά ερωτήματα σχετικά με το αποκαλούμενο τέλος δεν αφορούν ιατρικά και θέματα δημόσιας υγείας, αλλά κοινωνικοπολιτικές διαδικασίες».
         «Το τέλος μπορεί να είναι πολύ, πολύ ταραγμένο...Για ποιον τελειώνει μια επιδημία και ποιος θα το πει αυτό;», αναρωτήθηκε η ιστορικός του βρετανικού Πανεπιστημίου του Έξετερ Ντόρα Βάργκα.
   Πανώλη, ευλογιά και γρίπη
         Η βουβωνική πανώλη, που προκαλείται από το βακτήριο Yersinia pestis (το οποίο ζει σε ψύλλους που ζουν σε τρωκτικά) και η οποία μεταδίδεται μεταξύ των ανθρώπων όχι μόνο μέσω μολυσμένων ζώων αλλά και μέσω αναπνευστικών σταγονιδίων, είχε τρία μεγάλα κύματα: την εποχή του Ιουστινιανού τον 6ο αιώνα, τον Μεσαίωνα (14ος αιώνας) όταν έμεινε γνωστή ως «Μαύρος Θάνατος» (σκοτώνοντας σχεδόν τον μισό πληθυσμό της Κίνας από όπου προήλθε, καθώς και το ένα τρίτο των κατοίκων της Ευρώπης) και την πανδημία στο τέλος του 19ου αιώνα και στην αρχή του 20ού αιώνα.
   Μέχρι σήμερα δεν είναι ξεκάθαρο πώς δόθηκε ένα τέλος στην πανώλη. Μερικοί επιστήμονες υποστηρίζουν ότι ο κρύος καιρός σκότωσε τους ψύλλους ξενιστές του φονικού βακτηρίου (όμως αυτό δεν εμπόδιζε την αερογενή μετάδοση), ενώ άλλοι ότι βοήθησε κάποια βιολογική αλλαγή στα τρωκτικά. Μια τρίτη υπόθεση είναι ότι το βακτήριο εξελίχθηκε σε λιγότερο θανατηφόρο και μια άλλη πιθανότητα είναι ότι τα δραστικά μέτρα των ανθρώπων (π.χ. κάψιμο ολόκληρων χωριών και γειτονιών στην Ινδία) έβαλε ένα «φρένο» στην εξάπλωση του. Πάντως -ας το θυμόμαστε αυτό- η πανώλη δεν έχει εξαφανιστεί τελείως και κατά καιρούς αναφέρονται σπάνια περιστατικά μόλυνσης ανθρώπων, τα οποία θεραπεύονται αποτελεσματικά με αντιβιοτικά και δεν γίνονται εστίες μετάδοσης.
   Η άλλη μεγάλη «κατάρα» της ανθρωπότητας, η ευλογιά, που εμφανίστηκε σε απανωτά επιδημικά κύματα κατά τα τελευταία τουλάχιστον 3.000 χρόνια και η οποία σκότωνε περίπου το 30% των αρρώστων, είχε σαφές ιατρικό τέλος. Θεωρείται όμως μάλλον ειδική περίπτωση, επειδή υπάρχει πια αποτελεσματικό εμβόλιο που παρέχει προστασία εφ' όρου ζωής, ενώ ο ιός που την προκαλεί (Variola minor) δεν έχει ζώο ξενιστή, συνεπώς αν η νόσος εξαφανιστεί στους ανθρώπους, δεν μπορεί να βρει καταφύγιο στο ζωικό βασίλειο. Επίσης τα συμπτώματα της είναι τόσο χαρακτηριστικά, που η λοίμωξη είναι προφανής (χωρίς ασυμπτωματικούς φορείς) και άρα εύκολο να μπουν σε καραντίνα όλα τα κρούσματα και να γίνει ιχνηλάτηση επαφών. Ο τελευταίος άνθρωπος που μολύνθηκε από ευλογιά στον κόσμο, ήταν το 1977 ένας Σομαλός μάγειρας νοσοκομείου, ο οποίος πέθανε τελικά από ελονοσία το 2013.
    Η «ισπανική γρίπη» εν μέσω Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, η οποία εκτιμάται ότι σκότωσε τουλάχιστον 50 εκατομμύρια ανθρώπους παγκοσμίως, ιδίως νέους και μεσήλικες (αντίθετα με τον κορονοϊό που «προτιμά» ηλικιωμένους), είχε κυρίως κοινωνικό και όχι ιατρικό τέλος. Ο «μεγάλος πόλεμος» είχε μόλις τελειώσει, οι άνθρωποι ήθελαν να κάνουν μια νέα αρχή, μια νέα εποχή άρχιζε για την ανθρωπότητα και όλοι ήθελαν να αφήσουν πίσω τους τον εφιάλτη τόσο των χαρακωμάτων όσο και της γρίπης. Μέσα στον 20ό αιώνα ακολούθησαν και άλλες λιγότερο σοβαρές πανδημίες γρίπης, με χειρότερη εκείνη του 1968, με επίκεντρο το Χονγκ Κονγκ, όταν περίπου ένα εκατομμύριο άνθρωποι πέθαναν παγκοσμίως, κυρίως άνω των 65 ετών. Εκείνος ο ιός ακόμη κυκλοφορεί ως εποχική γρίπη.
   Και το τέλος της Covid-19;
   Τι θα συμβεί με την Covid-19; Οι ιστορικοί θεωρούν πιθανό ότι θα τελειώσει κοινωνικά, προτού τελειώσει ιατρικά. Αρκετοί άνθρωποι, μπορεί να έχουν μπουχτίσει από τους περιορισμούς, ώστε θα ανακηρύξουν το τέλος της πανδημίας, παρόλο που ο κορονοϊός SARS-CoV-2 θα συνεχίσει να «σιγοκαίει» μεταξύ του πληθυσμού. Και το κοινωνικό τέλος ίσως έλθει πριν καν βρεθεί αποτελεσματικό εμβόλιο ή αντι-ιική θεραπεία.
   «Νομίζω πως υπάρχει αυτό το κοινωνικό ψυχολογικό ζήτημα της εξάντλησης και της δυσφορίας. Μπορεί να φθάσουμε σε μια στιγμή που οι άνθρωποι απλώς θα πουν: Αρκετά, μου αξίζει να επιστρέψω στην κανονική ζωή μου», δήλωσε η ιστορικός Ναόμι Ρότζερς του Πανεπιστημίου Γιέηλ.
   Και αυτό ακριβώς φαίνεται να συμβαίνει τώρα π.χ. σε μερικές πολιτείες των ΗΠΑ που βιάζονται να άρουν τα περιοριστικά μέτρα, λες και ο κορονοϊός έχει πια εξαφανιστεί, με αποτέλεσμα να αψηφούν τις προειδοποιήσεις των αρχών δημόσιας υγείας ότι κάτι τέτοιο είναι πρόωρο. Αλλά καθώς η ψυχολογική διάσταση έρχεται να «δέσει» με την οικονομική καταστροφή λόγω του lockdown, οι ιστορικοί θεωρούν πιθανό ότι ολοένα περισσότεροι άνθρωποι θα είναι πρόθυμοι να πουν «αρκετά έως εδώ».
   «Υπάρχει ένα είδος σύγκρουσης τώρα», σύμφωνα με τη Ρότζερς, καθώς οι αρχές δημόσιας υγείας και οι επιστήμονες έχουν ως στόχο ένα ιατρικό τέλος, αλλά αρκετοί πολίτες προτιμούν ένα κοινωνικό τέλος. Ο προσδιορισμός του τέλος της τωρινής πανδημίας, σύμφωνα με τον Μπραντ, «θα είναι μια μακρά και δύσκολη διαδικασία»