Τετάρτη 15 Απριλίου 2009

ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ

Η Εκθεση
του διοικητή της ΤτΕ

H εφαρμογή από τις τράπεζες πιο αυστηρών κριτηρίων στις πιστοδοτήσεις και οι συνεχείς έλεγχοι από την Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ) έχουν συμβάλει ώστε τα θεμελιώδη μεγέθη του ελληνικού τραπεζικού συστήματος να παραμένουν κατά βάση υγιή και να εμπνέουν απόλυτη εμπιστοσύνη, ανέφερε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιώργος Προβόπουλος, μιλώντας στην ετήσια γενική συνέλευση της τράπεζας.
Ο κ. Προβόπουλος επισήμανε πάντως ότι η δυσλειτουργία των αγορών έχει επιδράσει αρνητικά στους παράγοντες που προσδιορίζουν τη σταθερότητα και την ισχύ και του ελληνικού τραπεζικού συστήματος. Στο τέλος του 2008, οι δείκτες αποδοτικότητας και κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών ήταν μειωμένοι σε σύγκριση με το 2007, παρέμειναν όμως σε επίπεδο υψηλότερο από εκείνο των τραπεζών στην ΕΕ ως σύνολο. Μικρή επιδείνωση παρατηρήθηκε επίσης στους δείκτες ρευστότητας και ποιότητας χαρτοφυλακίου, οι οποίοι όμως παραμένουν σε ικανοποιητικά επίπεδα, άνω των ελάχιστων απαιτουμένων.
Ειδικότερα όπως ανέφερε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας:
- Τα μετά από φόρους κέρδη των τραπεζικών ομίλων υποχώρησαν σημαντικά (κατά 42,8%). Η μείωση των κερδών περιορίζεται σε 34,6%, αν δεν ληφθούν υπόψη τα μη επαναλαμβανόμενα κέρδη που είχαν καταγραφεί το 2007. Στην υποχώρηση των κερδών συνέβαλαν ο υπερδιπλασιασμός των προβλέψεων για τον πιστωτικό κίνδυνο, το αυξημένο κόστος άντλησης κεφαλαίων και τα μειωμένα κέρδη από χρηματοοικονομικές πράξεις και το επενδυτικό χαρτοφυλάκιο.
- Ο δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας των ομίλων μειώθηκε σε 9,5% από 11,2% το 2007, ενώ ο δείκτης βασικών κεφαλαίων μειώθηκε, αντίστοιχα, σε 7,9% από 9,2%. Πάντως, η κεφαλαιακή επάρκεια παραμένει υψηλότερη από την ελάχιστη απαιτούμενη και αναμένεται ότι θα ενισχυθεί, κυρίως μέσω της έκδοσης προνομιούχων μετοχών, σε εφαρμογή του κυβερνητικού σχεδίου για την ενίσχυση της ρευστότητας της οικονομίας, αλλά και μέσω της ήδη προγραμματισμένης κεφαλαιακής ενίσχυσης των θυγατρικών των ξένων τραπεζών στην Ελλάδα από τις μητρικές τους.
Όπως επισήμανε ο επικεφαλής της κεντρικής τράπεζας της χώρα χώρας μας, όσον αφορά την ποιότητα του εγχώριου χαρτοφυλακίου δανείων, ο λόγος των δανείων σε καθυστέρηση προς το σύνολο δανείων αυξήθηκε σε 5% στο τέλος του 2008 από 4,5% στο τέλος του 2007. Η εξέλιξη αυτή οφείλεται αποκλειστικά στα δάνεια προς τα νοικοκυριά, όπου σημειώθηκε αύξηση των καθυστερήσεων τόσο στα στεγαστικά όσο και στα καταναλωτικά δάνεια. Μικρή βελτίωση εμφάνισε ο αντίστοιχος λόγος των δανείων προς επιχειρήσεις. Αύξηση του λόγου των δανείων σε καθυστέρηση παρατηρήθηκε και στις χώρες της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, κυρίως στο δεύτερο εξάμηνο του 2008, ανέφερε ο Γιώργος Προβόπουλος.
Ο κ.Προβόπουλος ανέφερε ότι η ΤτΕ έχει συστήσει στις τράπεζες που δραστηριοποιούνται στις χώρες της Νοτιοανατολικής Ευρώπης να αξιολογούν προσεκτικά τις κατά τόπους συνθήκες. Πρέπει ωστόσο να υπογραμμιστεί ότι καθώς η παγκόσμια κοινότητα έρχεται αρωγός προς τις χώρες αυτές, με τη συνεργασία και το συντονισμό από τους αρμόδιους διεθνείς φορείς (π.χ. Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης, κλπ), είναι βάσιμη η ελπίδα ότι οι χώρες αυτές θα ανακτήσουν μεσοπρόθεσμα την αναπτυξιακή δυναμική τους, πρόσθεσε ο κ.Προβόπουλος.
Στην ετήσια Εκθεση του που παρουσίασε ο διοικητής της ΤτΕ εκτιμά ότι η ελληνική οικονομία το 2009 θα εμφανίσει μηδενικό ρυθμό ανάπτυξης, ενώ δεν απέκλεισε το ενδεχόμενο στη διάρκεια του έτους το ΑΕΠ της χώρας να διολισθήσει σε αρνητικούς ρυθμούς.
Η ύφεση της ελληνικής οικονομίας εκτιμά η ΤτΕ ότι θα συνοδευτεί από την απώλεια έως και 38.000 θέσεων εργασίας.
Η Εκθεση προβλέπει συγκεκριμένα ότι η συνολική απασχόληση θα μειωθεί έως και κατά 0,8% ενώ η μείωση των μισθωτών απασχολουμένων θα φθάσει το 1%. O πληθωρισμός εκτιμάτται ότι θα υποχωρήσει σε μέσα επίπεδα φέτος στο 1,5% από 4,2% πέρυσι.
O διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος πρότεινε πακέτο μέτρων προκειμένου να επισπευστεί η ανάπτυξη και να αμβλυνθούν οι αρνητικές επιπτώσεις της διεθνούς κρίσεως. Ο κ. Προβόπουλος υπογράμμισε ότι απαιτείται η υιοθέτηση στρατηγικής που να κινείται στους παρακάτω άξονες. Πρώτον γρήγορη και γενναία διόρθωση του δημοσιονομικού ελλείμματος, ώστε να μηδενιστεί το 2012.
Οπως είπε τούτο είναι εφικτό, εάν ''συλληφθεί'' μέρος της τεράστιας φοροδιαφυγής και, κυρίως, εάν επιτευχθεί ουσιαστική περιστολή της σπατάλης και βελτίωση της αποτελεσματικότητας των κρατικών δαπανών.
Δεύτερον, εφαρμογή πλέγματος μεταρρυθμίσεων στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, προκειμένου να τιθασευτεί το δημόσιο χρέος. Ο διοικητής της ΤτΕ εκτίμησε ότι απαιτούνται σημαντικά πρωτογενή πλεονάσματα (της τάξης του 4,5-5% του ΑΕΠ), ώστε να επιτευχθεί ουσιαστική μείωση του λόγου του χρέους προς το ΑΕΠ στο επίπεδο αναφοράς της Συνθήκης του Μάαστριχτ (60%) μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα, π.χ. εντός 10 ετών. Τούτο όπως είπε είναι απαραίτητο και για να καλύπτονται στο μέλλον οι πρόσθετες δαπάνες, τις οποίες θα συνεπάγεται η προϊούσα γήρανση του πληθυσμού. Στην εξάλειψη των ελλειμμάτων μπορούν να συμβάλουν η καθιέρωση αριθμητικών ορίων για τις δαπάνες, η ενίσχυση της διαφάνειας και της ποιότητας των δημοσιονομικών στατιστικών, ο περιορισμός της φοροδιαφυγής και της συνακόλουθης εισφοροδιαφυγής.
Τα μέτρα για την κοινωνική ασφάλιση που ελήφθησαν το 2008 και αφορούσαν κυρίως την ενοποίηση των πολυάριθμων ασφαλιστικών ταμείων, ήταν ένα ορθό βήμα στην κατεύθυνση της εκλογίκευσης του συστήματος. Βεβαίως, η γήρανση του πληθυσμού θα καταστήσει αναγκαία και άλλα τολμηρά βήματα με στόχο τη μεσοπρόθεσμη βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών. Τρίτον, εκτεταμένες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις για την ενίσχυση της παραγωγικής βάσης μέσω των επενδύσεων, την αύξηση του ποσοστού απασχόλησης και τη διαρκή ποιοτική αναβάθμιση του ανθρώπινου δυναμικού και κυρίως την ενδυνάμωση του ανταγωνισμού σε όλες τις αγορές.
Οπως ανέφερε ο κ. Προβόπουλος οι μεταρρυθμίσεις οφείλουν σωρευτικά να συντελούν στη βελτίωση της παραγωγικότητας και της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας.
Πρέπει επίσης να συντελούν στον εκσυγχρονισμό του προτύπου παραγωγής και κατανάλωσης ενέργειας, δεδομένου ότι η ελληνική οικονομία είναι ενεργοβόρα και η πετρελαϊκή της εξάρτηση παραμένει μεγάλη.
Η προώθηση των απαραίτητων αλλαγών, με το σωστό σχεδιασμό και τα κατάλληλα κίνητρα, μπορεί να οδηγήσει στην πραγματοποίηση αξιόλογων επενδύσεων και να συμβάλει ουσιαστικά στην ενίσχυση του ανταγωνισμού στον τομέα της ενέργειας, την ίδρυση νέων επιχειρήσεων, τη δημιουργία θέσεων εργασίας, τη μείωση της ενεργειακής εξάρτησης της χώρας και τον αντίστοιχο περιορισμό του εξωτερικού ελλείμματος.